ἀπαιτίζω

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτίζω Medium diacritics: ἀπαιτίζω Low diacritics: απαιτίζω Capitals: ΑΠΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: apaitízō Transliteration B: apaitizō Transliteration C: apaitizo Beta Code: a)paiti/zw

English (LSJ)

= ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn. D. 42.382, cf. Opp.H.5.443.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιτίζω: Hom. = ἀπαιτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].

Greek Monotonic

ἀπαιτίζω: μόνον στη μτχ. ενεστ., = ἀπαιτέω, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


only in pres. part., = ἀπαιτέω, to demand back, χρήματα Od.