ἄντιτος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντῐτος Medium diacritics: ἄντιτος Low diacritics: άντιτος Capitals: ΑΝΤΙΤΟΣ
Transliteration A: ántitos Transliteration B: antitos Transliteration C: antitos Beta Code: a)/ntitos

English (LSJ)

(by haplology for ἀντίτιτος, which occurs in Hsch.), ον, = παλίντιτος, requited, revenged, ἄ. ἔργα the work of revenge, Od.17.51,60; ἄ. ἔργα παιδός revenge for her son, Il.24.213, cf. Call.Iamb. 1.160.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀντίτιτος Sch.Il.24.213
1 de hechos ἄντιτα ἔργα venganza, represalia por αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ Od.17.51, 60, ἄ. ἔργα παιδὸς ἐμοῦ Il.24.213 (var.), cf. Sch.Il.l.c.
2 de pers. castigado ἄντιτον ἔτι σε χρὴ ... τύμμα τύμματι τεῖσαι A.A.1429.

German (Pape)

[Seite 262] poet. für ἀνάτιτος, nach Herodian. Scholl. Iliad. 24, 213 (vgl. Scholl. Od. 17, 51) für ἀντίτιτος, gerächt; vgl. ἄτιτος u. παλίντιτος; Od. 17, 51. 60 αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ, Werke der Rache, Vergeltung; Iliad. 24, 213 τότ' ἄντιτα ἔργα γένοιτο παιδὸς ἐμοῦ, v.l. ἂν τιτά, s. Scholl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
payé en échange : ἄντιτα ἔργα IL, OD représailles, vengeance.
Étymologie: p. *ἀνάτιτος, de ἀνά et τίω.

Russian (Dvoretsky)

ἄντῐτος: возмещенный: ἄντιτα ἔργα Hom. воздаяние, отплата, месть.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντῐτος: -ον, (ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάτιτος, ὅπερ εὕρηται μόνον παρ’ Ἡσυχ.), ὡς τὸ παλίντιτος, μόνον ἐν τῇ φράσει ἄντιτα ἔργα, ἔργα ἐκδικητικά, «ἀντιτιμώρητα», (Σχόλ.) Ὀδ. Ρ. 51, 60· ἄντιτα ἔργα... παιδός, «ἀντιτιμώρητα, ἐν μέρει τινὶ τιμωρίαν λαμβάνοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 213· πρβλ. Σόλωνα 12, 31.

English (Autenrieth)

(ἀνά, τίω): in requital, ἔργα, works ‘of retribution,’ ‘vengeance,’ Od. 17.51.

Greek Monotonic

ἄντῐτος: -ον, ποιητ. αντί ἀντίτιτος, αμειβόμενος, αποπληρωμένος, τιμωρημένος· ἄντιτα ἔργα, το έργο της εκδίκησης ή της τιμωρίας, σε Ομήρ. Οδ.· παιδός, για το γιο της, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


paid back, requited, avenged: ἄντιτα ἔργα the work of revenge or retribution, Od.; παιδός for her son, Il.