ἀντιπαραλυπέω
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
annoy in turn, Th.4.80.
Spanish (DGE)
perturbar, inquietar a su vez εἰ ἀντιπαραλυποῖεν πέμψαντες ἐπὶ τοὺς ξυμμάχους αὐτῶν στρατιάν Th.4.80.
German (Pape)
[Seite 257] dagegen kränken, zur Vergeltung, beeinträchtigen, Thuc. 4, 80.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chagriner à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, παραλυπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαραλῡπέω: причинять со своей стороны вред, тж. досаждать Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαραλῡπέω: παρενοχλῶ, παραβλάπτω καὶ αὐτὸς ἐν τῷ μέρει, Θουκ. 4. 80.
Greek Monotonic
ἀντιπαραλῡπέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ με τη σειρά μου, σε Θουκ.