ἐπιληκέω
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
clap the hands in applause, or beat time to the dancers, Od.8.379.
German (Pape)
[Seite 958] dazu lärmen, klatschen, ἐπελήκεον Od. 8, 379, den Takt zum Tanz, Ath. I, 15 d erkl. ἐπικροτεῖν τοῖς λιχανοῖς δακτύλοις.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. poét. ἐπελήκεον;
faire du bruit en battant des mains ou en marquant la mesure à des danseurs.
Étymologie: ἐπί, ληκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιληκέω: отбивать руками в такт, прихлопывать (пляшущим): κοῦροι δ᾽ ἐπελήκεον ἄλλοι Hom. (они стали плясать), остальные же юноши руками отбивали такт.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιληκέω: ἐπιβοῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ ἐπιάχω, ἢ κτυπῶ χρόνον διὰ τοῦ ποδὸς εἰς τοὺς χορεύοντας, κοῦροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι, «ἐπεκρότουν» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 379.
English (Autenrieth)
beat time to a dance, Od. 8.379†.
Greek Monotonic
ἐπιληκέω: κρατώ το ρυθμό (με το πόδι), λέγεται για τους χορευτές, σε Ομήρ. Οδ.