Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαδηλέομαι

From LSJ
Revision as of 10:28, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδηλέομαι Medium diacritics: διαδηλέομαι Low diacritics: διαδηλέομαι Capitals: ΔΙΑΔΗΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadēléomai Transliteration B: diadēleomai Transliteration C: diadileomai Beta Code: diadhle/omai

English (LSJ)

do great harm to, rend in pieces, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Theoc.24.85, A.R.2.284, Agath.5.7.

Spanish (DGE)

desgarrar, hacer pedazos c. suj. de anim. y ac. de pers. ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, ἐπῶρσαν κνώδαλα ... βρέφος διαδηλήσασθαι Theoc.24.85, βόες διαδηλήσονται ἄνδρα A.R.3.579
c. suj. de seres mitológicos Ζήτης Κάλαΐς τε ... σφ' ἀέκητι θεῶν διεδηλήσαντο A.R.2.284
c. suj. de cosa herir, dañar ἀνεπυνθάνετο ... τὰ τοῦ σεισμοῦ μή τι σφᾶς ... διεδηλήσατο Agath.5.7.5.

German (Pape)

[Seite 576] (s. δηλέομαι), sehr beschädigen, zu Grunde richten; Homer von Hunden, = zerreißen, Odyss. 14, 37 ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης. – Sp., wie Theocr. 24, 83; Ap. Rh. 2, 284.

French (Bailly abrégé)

διαδηλοῦμαι;
seul. ao.
déchirer, mettre en pièces.
Étymologie: διά, δηλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δηλέομαι in stukken scheuren.

Russian (Dvoretsky)

διαδηλέομαι: разрывать на части, растерзывать (τινα Hom., Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

διαδηλέομαι: ἀποθ., προξενῶ μεγάλην βλάβην εἴς τινα, κατακόπτω τινά, κατασπαράττω, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Θεόκρ. 24. 83, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 284. 3, 579.

English (Autenrieth)

aor. διεδηλήσαντο: tear in pieces, Od. 14.37†.

Greek Monotonic

διαδηλέομαι: μέλ. -δήσομαι· — Αποθ., προξενώ, προκαλώ μεγάλη βλάβη σε, σχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to do great harm to, tear to pieces, Od., Theocr.