θρασύμαχος

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασύμᾰχος Medium diacritics: θρασύμαχος Low diacritics: θρασύμαχος Capitals: ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΣ
Transliteration A: thrasýmachos Transliteration B: thrasymachos Transliteration C: thrasymachos Beta Code: qrasu/maxos

English (LSJ)

θρασύμαχον, bold in battle, Arist.Rh.1400b20: as pr. n., Thrasymachus:—hence Adj. θρασυμάχειος, α, ον, ἑρμηνεία style of T., D.H.Dem.3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hardi dans le combat.
Étymologie: θρασύς, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύμᾰχος: (ῠ) храбрый в бою Arst.

Greek (Liddell-Scott)

θρασύμᾰχος: -ον, ὁ μετὰ θράσους μαχόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 29.

Greek Monolingual

θρασύμαχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μαχος < μάχομαι (πρβλ. θεομάχος, μονομάχος)].

Greek Monotonic

θρασύμᾰχος: -ον (μάχομαι), ο γενναίος στο πεδίο της μάχης, σε Αριστ.

Middle Liddell

θρασύ-μᾰχος, ον μάχομαι
bold in battle, Arist.