κνύος
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
[ῠ], τό, itch, Hes.Fr.29.1.
German (Pape)
[Seite 1464] τό, die Krätze; das Schäbigwerden des Kopfes, verbunden mit dem Ausgehen der Haare, Hes. frg. bei Eust. 1746, 8.
Russian (Dvoretsky)
κνύος: τό (только nom. - acc. sing.) чесотка es.
Greek (Liddell-Scott)
κνύος: ῠ, τό, πάθος τῆς κεφαλῆς προξενοῦν πτῶσιν τῶν τριχῶν, ψώρα ἢ λειχὴν τῆς κεφαλῆς, μαδάρωσις, Λατ. scabies, Ἡσ. Ἀποσπάσ. 5. 1.
Greek Monolingual
κνύος, τὸ (Α) κνύω
πάθηση του δέρματος του κεφαλιού που προκαλεί πτώση τών τριχών.