εὐωπός
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
(A), όν,
A = εὐώψ, E., Or.918, D.P.1075, Babr.124.9; εὐ.πύλαι friendly gates, E.Ion 1611 (troch.): in later Prose, Max.Tyr.8.3.
II seeing well, Arist.GA780b36; εὐ. ὄμμα, of a snake, Ael.NA8.12.
(B), ὁ, a sea-fish, Opp.H.1.256.
German (Pape)
[Seite 1111] schönäugig, von schönem Ansehen, μορφῇ μὲν οὐκ εὐωπός, ἀνδρεῖος δ' ἀνήρ Eur. Or. 918; auch εὐωποὶ πύλαι, Ion 1611; gut, scharf sehend, πόῤῥωθεν Arist. gen. an. 5, 1; εὐωπότεροι ὀφθαλμοί Ael. H. A. 5, 47 u. öfter. – Ὁ, ein Seefisch, Opp. H. 1, 256.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 beau à voir, aux beaux yeux;
2 qui voit bien ou qui voit de loin;
Cp. εὐωπότερος.
Étymologie: εὖ, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
εὐωπός:
1 с красивыми глазами, т. е. красивый собой, прекрасный (μορφῇ μὲν οὐκ εὐ., ἀνδρεῖος δ᾽ ἀνήρ Eur.);
2 приятный на вид, милый сердцу (πύλαι Eur.);
3 зоркий (τὰ ἐξόφθαλμα - sc. ζῷα - οὐκ εὐωπὰ πόρρωθεν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐωπός: -όν, = εὐώψ, Εὐρ. Ὀρ. 918, Διον. Π. 1075, Βαβρ. 124· εὐ. πύλαι, φιλικαὶ πύλαι, Εὐρ. Ἴων 1611. ΙΙ. ὁ βλέπων καλῶς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 38.
Greek Monolingual
εὐωπός, -όν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη
2. συνεκδ. αυτός που είναι ευχάριστος σε κάποιον, φιλικός, ευνοϊκός
3. αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐωπός
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωπος (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπ-ωπα, όψομαι). Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάλ. -ωπός].
Greek Monotonic
εὐωπός: -όν, = εὐώψ, σε Ευρ.· εὐ. πύλαι, φιλικές πύλες, στον ίδ.