πολυκτέανος

From LSJ
Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκτέᾰνος Medium diacritics: πολυκτέανος Low diacritics: πολυκτέανος Capitals: ΠΟΛΥΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: polyktéanos Transliteration B: polykteanos Transliteration C: polykteanos Beta Code: polukte/anos

English (LSJ)

πολυκτέανον, = πολυκτήμων (with many possessions, exceeding rich, filthy rich), Pi.O.10(11).36, Call. Ap.35, Opp.C.1.239; Ῥωμαῖοι IG14.809.

German (Pape)

[Seite 665] von vielem Besitz, reich; πατρίς, Pind. Ol. 11, 36; ἄρουραι, Antist. 2 (Plan. 243); Ῥωμαῖοι, Ep. ad. (App. 388).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκτέανος -ον [πολύς, κτέανον] veel bezittend.

Russian (Dvoretsky)

πολυκτέᾰνος: обладающий большими богатствами, богатейший (πατρίς Pind.; Ῥωμαῖοι Anth.).

English (Slater)

πολυκτέανος, -ον affluent πατρίδα πολυκτέανον (O. 10.36)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, -άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερικτέανος].

Greek Monotonic

πολυκτέᾰνος: -ον (κτέανον) = πολυκτήμων, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκτέᾰνος: -ον, = πολυκτήμων, Πινδ. Ο. 10 (11). 44, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 592 κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πολυ-κτέᾰνος, ον, κτέανον = πολυκτήμων, Pind.]