πολυκτέανος
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
πολυκτέανον, = πολυκτήμων (with many possessions, exceeding rich, filthy rich), Pi.O.10(11).36, Call. Ap.35, Opp.C.1.239; Ῥωμαῖοι IG14.809.
German (Pape)
[Seite 665] von vielem Besitz, reich; πατρίς, Pind. Ol. 11, 36; ἄρουραι, Antist. 2 (Plan. 243); Ῥωμαῖοι, Ep. ad. (App. 388).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκτέανος -ον [πολύς, κτέανον] veel bezittend.
Russian (Dvoretsky)
πολυκτέᾰνος: обладающий большими богатствами, богатейший (πατρίς Pind.; Ῥωμαῖοι Anth.).
English (Slater)
πολυκτέανος, -ον affluent πατρίδα πολυκτέανον (O. 10.36)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, -άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερικτέανος].
Greek Monotonic
πολυκτέᾰνος: -ον (κτέανον) = πολυκτήμων, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκτέᾰνος: -ον, = πολυκτήμων, Πινδ. Ο. 10 (11). 44, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 592 κ. ἀλλ.
Middle Liddell
πολυ-κτέᾰνος, ον, κτέανον = πολυκτήμων, Pind.]