ξηρότης
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A dryness, Pl.R. 335d, X.Oec.19.11; ἡ ξηρότης τῶν νεῶν the dryness, i.e. soundness, of their timbers, Th.7.12.
2 drought, Plu.2.687f(pl.).
II drying or becoming dry, τὸ τάχος τῆς ξ. Arist.Mete.361b22.
III metaph., of character, austerity, Phld.Acad. Ind.p.51 M.; of style, aridity, Longin.3.3.
German (Pape)
[Seite 279] ητος, ἡ, Trockenheit, Dürre; τῶν νεῶν, Thuc. 7, 12; Plat. Rep. I, 335 d; Plut.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sècheresse.
Étymologie: ξηρός.
Russian (Dvoretsky)
ξηρότης: ητος ἡ
1 сухость Arst., Plut.: ξ. τῶν νεῶν Thuc. сухость (т. е. хорошее состояние) кораблей;
2 высыхание (τὸ τάχος τῆς ξηρότητος Arst.);
3 засуха (πρὸς τὰς ξηρότητας ἀρδείαις ποτίζεσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ξηρότης: -ητος, ἡ, (ξηρὸς) οὐσιαστ. ἀφῃρημ. τοῦ ξηρός, Πλάτ. Πολ. 335D, Ξεν. Οἰκ. 19. 11· ἡ ξ. τῶν νεῶν, ἡ ξηρότης, δηλ. ἡ καλὴ κατάστασις τῶν ξύλων αὐτῶν, Θουκ. 7. 12· - μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Λογγῖν. 3. 3. 2) ξηρασία, Πλούτ. 2.687F. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν ἢ ξηραίνεσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2.
Greek Monotonic
ξηρότης: -ητος, ἡ (ξηρός), ξηρότητα, ξηρασία, ξεραΐλα, σε Πλάτ., Ξεν.· ἡξηρότης τῶν νεῶν, ξηρότητα, δηλ. ακμαιότητα, καλή κατάσταση των ξύλινων μερών των πλοίων, σε Θουκ.
Middle Liddell
ξηρότης, ητος, ἡ, ξηρός
dryness, Plat., Xen.: ἡ ξ. τῶν νεῶν the dryness, i. e. soundness, of their timbers, Thuc.
Translations
dryness
Aromanian: uscãciuni; Asturian: sequedá, secura; Bengali: শোষ; Catalan: sequedat, eixutesa, secor, eixutor; Dutch: droogte, droogheid; Esperanto: sekeco; Finnish: kuivuus; French: siccité, sécheresse; Galician: sequidade, secura; German: Trockenheit; Ancient Greek: ξηρότης; Italian: secchezza; Latin: siccitas; Latvian: sausums; Low German: Dröögde; Middle English: dryenesse; Portuguese: aridez; Romanian: uscăciune, ariditate; Russian: сухость; Spanish: sequedad, aridez, enjutez, resequedad; Thai: ความแห้ง; Volapük: säg, sig