διοίκηση
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
η (AM διοίκησις) διοικώ
διεύθυνση, διακυβέρνηση
νεοελλ.
1. διοικητική διαίρεση μιας χώρας
2. διοικητική αρχή
3. η προϊσταμένη αρχή, το σύνολο τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας
4. το κτήριο όπου στεγάζεται η διοίκηση, διοικητήριο
αρχ.-μσν.
1. επαρχία στη δικαιοδοσία επισκόπου, επισκοπή
2. διαχείριση εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας
μσν.
1. τακτοποίηση ή συντήρηση
2. φρ. «δημόσιαι διοικήσεις» — δημόσια λειτουργήματα
αρχ.
1. συντήρηση, φροντίδα σπιτιού
2. διευθέτηση τών αναγκαίων, εξοικονόμηση
3. δαπάνες, έξοδα
4. (στη Ρώμη) μικρή επαρχία
5. σύνολο επαρχιών
6. γεν. επιμέλεια, περιποίηση
7. χρηματικός απολογισμός
8. μίσθωση, νοίκιασμα αγρού
9. «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.