ἐπιχείρησις
English (LSJ)
ἐπιχειρήσεως, ἡ,
A an attempt upon, attack, Hdt.1.11, Th.2.11(pl.), 4.130; ἡ ἐ. τινος ἐπί τινας Act.Ap.12.1 cod. D; τὴν ἐπιχείρησιν μὴ συντάχυνε the attempt, Hdt.3.71; ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν Id.8.132; ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαί τινος attempt a thing, Th.1.70; ἡ ὑμετέρα ἐπιχείρησις the attempt upon you, ib.33; ἡ ἐπιχείρησις τοῦ σῶσαι Pl.Alc.1.115b, cf. Lg. 631a.
II dialectical reasoning (cf. ἐπιχείρημα II), Arist.Top.111b16, al.; τὴν ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον Plb.12.7.4, cf. Phld.Sign. 29 (pl.), D.H.Amm.1.8, Plu.2.698a, S.E.P.2.192 (pl.); τὰ ἐφ' ἑκάτερα τὴν ἐπιχείρησιν δεχόμενα things capable of proof or disproof, Hermog. Prog.5.
German (Pape)
[Seite 1003] ἡ, das Unternehmen, Beginnen, dem ὁρμή entsprechend, Her. 1, 11. 3, 71; Verschwörung, 7, 132; Angriff, ἡ ὑμετέρα, auf euch, Thuc. 1, 33 u. öfter; λόγου Plat. Ep. VIII, 352 e Soph. 239 c u. sonst; ἐπιχείρησιν διδόναι εἴς τι, Veranlassung zu Etwas geben, Plut. Mar. 1;, – die Art u. Weise, einen Gegenstand zu behandeln, Rhett.; – die Schlußfolgerung, Plut. u. a.Sp.; Beweisführung, Pol. 12, 8, 4.
French (Bailly abrégé)
ἐπιχειρήσεως (ἡ) :
entreprise, particul. entreprise militaire, attaque.
Étymologie: ἐπιχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχείρησις: ἐπιχειρήσεως ἡ
1 попытка, начинание, мероприятие (δι᾽ ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται Thuc.): ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν Her. выдать (чей-л.) замысел;
2 покушение, нападение (τινι Her.): ἡ ὑμετέρα ἐ. Thuc. нападение на вас;
3 лог. диалектическое умозаключение, аргументация Arst., Polyb., Sext.: πολλὰς ἐπιχειρήσεις διδόναι εἴς τι Plat. давать повод к многим спорам о чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχείρησις: ἐπιχειρήσεως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι ἐναντίον τινός, ἐπίθεσις, Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., ἐπιχείρησις ἐναντίον ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε ἐπιχείρημα), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.
Greek Monotonic
ἐπιχείρησις: ἐπιχειρήσεως, ἡ, στρατιωτική επιχείρηση, επίθεση, προσβολή, σε Ηρόδ., σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, επιχειρώ κάτι, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπιχείρησις, ἐπιχειρήσεως
an attempt, attack, Hdt., Thuc.; ἐπ. ποιεῖσθαί τινος to attempt a thing, Thuc.