σοβαροβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 11:46, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβᾰροβλέφᾰρος Medium diacritics: σοβαροβλέφαρος Low diacritics: σοβαροβλέφαρος Capitals: ΣΟΒΑΡΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sobaroblépharos Transliteration B: sobaroblepharos Transliteration C: sovarovlefaros Beta Code: sobaroble/faros

English (LSJ)

ον, with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 912] mit hoffährtig in die Höhe oder zusammen gezogenen Augenlidern, mit stolzen, vornehmen Mienen oder Gebehrden, Paul. Sil. 16 (V, 217).

Russian (Dvoretsky)

σοβᾰροβλέφᾰρος: высоко поднимающий брови, т. е. заносчивый, важничающий, надменный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σοβᾰροβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. ὑπερήφανος, γαῦρος, πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλιβλέφαρος].