κελαδεινός

From LSJ
Revision as of 10:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδεινός Medium diacritics: κελαδεινός Low diacritics: κελαδεινός Capitals: ΚΕΛΑΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: keladeinós Transliteration B: keladeinos Transliteration C: keladeinos Beta Code: keladeino/s

English (LSJ)

κελαδεινή, κελαδεινόν, sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neuter plural as adverb, ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.

German (Pape)

[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ( epithet van Artemis).

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδεινός:
1 шумный, шумливый, воющий (Ζέφυρος Hom.);
2 гулкий (αὐλῶνες HH).

English (Autenrieth)

sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.

Greek Monolingual

κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].

Greek Monotonic

κελᾰδεινός: -ή, -όν, ηχηρός, θορυβώδης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. κελαδεννός, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.

Middle Liddell

κελᾰδεινός, ή, όν
sounding, noisy, Il.; epithet of Artemis, from the noise of the chase, Hom.:—doric κελαδεννός, Pind.