αποστέλλω

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

κ. -στέλνω (ΑΜ ἀποστέλλω)
1. στέλνω κάπου πρόσωπο ή πράγμα
2. διώχνω
μσν.- νεοελλ.
1. ειδοποιώ, στέλνω εντολή
2. ξεπροβοδίζω
3. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀπεσταλμένος
ο πληρεξούσιος
αρχ.
1. στέλνω σε κάποια εργασία ή υπηρεσία
2. βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι
3. (για τη θάλασσα) αποσύρομαι, αποχωρώ
4. (-ομαι) αναχωρώ.