προσαυδάω
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
English (LSJ)
A speak to, address, accost, freq. with a part. added, ἀμειβόμενος, ἀπειλήσας, δακρύσασα προσηύδα, Il.14.270, 7.225, Od.1.336; κλαίοντε προσαυδήτην βασιλῆα Il.11.136, cf. 22.90; π. τινὰ ἐπέεσσι, μειλιχίοισι, 5.30, 6.214, etc.; π. τοὺς θεούς A.Ag.514; πάντας μύθοισι π. Id.Pers.154 (anap.), etc.
2 c. acc. rei, ἔπεα πτερόεντα π. Il.4.203, al.: c. dupl. acc., ἔπεα, ἐλεεινὰ π. τινά, speak so and so to one, 1.201, 22.37; πολλὰ μειλιχίοισί [τινα] 17.431.
3 c. dat., π. [σοι] ὡς ὄντι μιάστορι S.OT353.
II speak of, τίνα τύχαν… προσαυδῶν τύχω; E.Hipp.827 (lyr.):—Pass., ἀδελφὴ σοὶ προσηυδώμην was addressed as…, S.El.1148.
German (Pape)
[Seite 752] ansprechen, anreden, τινά, oft bei Hom.; προσαυδήτην, Il. 11, 136; τινὰ ἔπεα, ἐλεεινά, 1, 201. 22, 37; Hes. sc. 326; Pind. P. 4, 119; τοὺς ἀγωνίους θεοὺς πάντας προσαυδῶ, Aesch. Ag. 500; Ch. 237; Soph. O. R. 352 u. öfter, wie Eur.; auch τίνα λόγον προσαυδῶν τύχω; Hipp. 827; Ar. Thesm. 1019 u. einzeln bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
προσαυδῶ :
impf. προσηύδων;
1 adresser la parole à : τινά, s'adresser à qqn ; τινα ἐπέεσσι OD adresser à qqn des paroles ; avec l'acc. de la chose dite : ἔπεα προσαυδᾶν IL adresser des paroles, etc. ; avec double acc. τινα ἔπεα ἐλεεινά IL s'adresser à qqn avec des paroles propres à exciter la pitié;
2 dire, parler de, acc..
Étymologie: πρός, αὐδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αυδάω toespreken; met acc..; μειλιχίοισι προσηύδα ποιμένα λαῶν met vriendelijke woorden sprak hij tot de herder der mannen Il. 6.214; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα ten antwoord sprak hij tot hem de gevleugelde woorden Il. 7.356; τίνι λόγῳ... τύχαν σέθεν... προσαυδῶν τύχω; met welk woord kan ik uw lot raak benoemen? Eur. Hipp. 827; pass.. ἀδελφὴ σοὶ προσηυδώμην ik werd jouw zuster genoemd Soph. El. 1148.
Russian (Dvoretsky)
προσαυδάω:
1 обращаться с речью, заговаривать (τινα ἐπέεσσι Hom.): ὣς τώγε κλαίοντε προσαυδήτην υἱόν Hom. так оба они, рыдая, говорили сыну; ἔπεα πτερόεντα προσηύδα Hom. он произнес (следующие) крылатые слова; ἐγὼ δ᾽ ἀδελφὴ σοὶ προσηυδώμην ἀεί Soph. ты всегда обращался ко мне, своей сестре;
2 звать, называть, именовать: τίνα τύχαν σέθεν προσαυδῶν τύχω; Eur. какой назвать бы мне твою судьбу?
English (Slater)
προσαυδάω address “φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα” (Ahrens: -ηύδα codd., cf. Forssman, 99) (P. 4.119)
Greek Monotonic
προσαυδάω: μέλ. -ήσω,
I. 1. μιλώ, προσφωνώ, πλησιάζω, τινά, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. με αιτ. απευθύνω λόγια σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μιλώ σχετικά με κάτι, τύχαν σέθεν, σε Ευρ.· Παθ., ἀδελφὴ προσηυδώμην, απευθύνομαι στην αδελφή μου, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προσαυδάω: ὁμιλῶ πρός τινα, προσφωνῶ, συχνάκις μετὰ μετοχῆς, ἀμειβόμενος, ἀπειλήσας, δακρύσασα προσηύδα, κτλ.· κλαίοντε προσηυδήτην βασιλῆα Ἰλ. Λ. 136, πρβλ. Χ. 90· πρ. τινα ἐπέεσι, μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἢ κερτομίοις, κτλ., Ε. 30., Ζ. 214, κτλ.· ― οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγ., καὶ παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, πρ. τοὺς θεοὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 514· πάντας μύθοισι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 154, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἔπεα πτερόεντα πρ. Ἰλ. Δ. 203, κ. ἀλλ.· καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἔπεα, πολλά, ἐλεεινὰ πρ. τινὰ Α. 201., Ρ. 431., Χ. 37, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 326. ΙΙ. ὁμιλῶ περί τινος, τίνα τύχαν σέθεν... προσαυδῶν τύχω; Εὐρ. Ἱππ. 826. ― Παθ., ἀδελφὴ σοὶ προσηυδώμην ἀεὶ Σοφ. Ἠλ. 1148.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to speak to, address, accost, τινά Il., Trag.
2. c. acc. to address words to one, Il.
II. to speak of, τύχαν σέθεν Eur.:—Pass., ἀδελφὴ προσηυδώμην was addressed as sister, Soph.