ἐπιστατικός

From LSJ
Revision as of 10:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτικός Medium diacritics: ἐπιστατικός Low diacritics: επιστατικός Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epistatikós Transliteration B: epistatikos Transliteration C: epistatikos Beta Code: e)pistatiko/s

English (LSJ)

ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,
A of or for government: ἡ ἐπιστατική (sc. ἐπιστήμη) Pl.Plt. 292b, 308e; δυνάμεις ἐ. τῆς φύσεως Iamb. Myst.2.1.
2. concerning an ἐπιστάτης, γραφή Arist.Ath.59.2.
b. ἐπιστατικόν, τό, tax levied for the support of an ., BGU337.2 (iii A.D.); . ἱερέων PFay.42 (a) ii8 (ii A.D.).
3. careful, attentive, Syrian. in Metaph.13.6. Adv. ἐπιστατικῶς ib.6.6, S.E.M.7.182.
4. ἐ. πρός τι giving an impulse towards, Phld.Mus.p.84K.
5. scientific, κατάλημμα D.L.7.45.
II. steady, calm, Aët.6.8. Adv. ἐπιστατικῶς, Glossaria on ἐπισταδόν, Sch.A.R.2.84.

German (Pape)

[Seite 983] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ ἐπιστατική, sc. τέχνη, die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – feststehend, fest, κατάλημμα D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστᾰτικός:
1 касающийся управления, связанный с надзором (τέχνη Plat.);
2 устойчивый, прочный (κατάλημμα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. ἑδραῖος, ἀμετακίνητος, Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐπισταδόν· ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) επιστάτης
νεοελλ.
φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους
αρχ.-μσν.
ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόν
η συστατική επιστολή
αρχ.
1. στερεός, αμετακίνητος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατική
η τέχνη να επιστατεί κανείς.
επίρρ...
ἐπιστατικῶς
αρχ.
1. σταθερά, αμετακίνητα
2. προσεκτικά, με επιμέλεια.