ἰσομοιρέω

From LSJ
Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρέω Medium diacritics: ἰσομοιρέω Low diacritics: ισομοιρέω Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΕΩ
Transliteration A: isomoiréō Transliteration B: isomoireō Transliteration C: isomoireo Beta Code: i)somoire/w

English (LSJ)

A have an equal share, Th.6.39, X.Cyr.2.3.17; τινος of a thing, D.48.19; τινὸς πρός τινα Th.6.16; πρὸς ἀλλήλους Isoc.5.39; τινός τινι Is.1.2, D.H.6.66.
II Astrol., occupy the same degree, Cat.Cod.Astr.5(1).219.

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Teil haben, τινί τινος, mit Einem an Etwas, Is. 1, 2, 35; von Städten, ἰσομοιρῆσαι πρὸς ἀλλήλους, im Gegensatz von πλεονεκτεῖν, Isocr. 4, 17. 5, 39; ἢν δέ τι γένηται ἀγαθόν, ἀξιώσουσι πάντες ἰσομοιρεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 17; τῆς ξυμφορᾶς Thuc. 6, 16; von Gleichheit der Rechte in der Demokratie, 6, 39.

French (Bailly abrégé)

ἰσομοιρῶ :
avoir une part égale ; πρός τινα à celle de qqn.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομοιρέω: иметь равную долю, участвовать в равной мере (ἰ. πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ἰ. τινι τῆς οὐσίας Isae.): ἀξιοῦν ἰ. Xen. претендовать на равную долю.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρέω: ἔχω ἴσον μερίδιον, Θουκ. 6. 39, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 17· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἰσαῖος 35. 9, Δημ. 1172. 27· τινος πρός τινα ἢ τινι, πράγματός τινος μετ’ ἄλλου προσ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 90Α. Ἀλ. 6. 66.

Greek Monotonic

ἰσομοιρέω: μέλ. -ήσω, έχω ίσο μερίδιο, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ἰσομοιρέω, fut. -ήσω
to have an equal share, Thuc., Xen. [from ἰσόμοιρος