συρίζω

From LSJ
Revision as of 19:12, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡρίζω Medium diacritics: συρίζω Low diacritics: συρίζω Capitals: ΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: syrízō Transliteration B: syrizō Transliteration C: syrizo Beta Code: suri/zw

English (LSJ)

A.Pr.357, Th.463, Hp.Int.10, E.Ion 501 (lyr.), Apollod. 3.10.2; Att. συρίττω Pl.Tht.203b, Arist.HA611b26; Dor. συρίσδω Theoc.1.3, etc.: fut.

   A συρίξομαι Luc.Bis Acc.12, etc.; συρίσω Hero Spir.1.41, Longus 2.23; συριῶ LXX Is.5.26, al.: aor. ἐσύριξα Ar. Pl.689; later ἐσύρισα Babr.114.4, Luc.Harm.2: (Συρίγγ-yw, cf. σῦριγξ):—play the σῦριγξ, pipe, ὅτε . . συρίζεις, ὦ Πάν E. l.c.; ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Theoc.1.3; συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος E.IT1125 (lyr.): c. acc. cogn., συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους Id.Alc. 576 (lyr.).    II make any whistling or hissing sound, hiss like a serpent, συρίξας ἐγώ Ar.Pl.689; ψόφος . . οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, of the tongue sounding ς, Pl.Tht.203b; συριζόντων κατὰ πρύμναν . . πηδαλίων E.IT 431 (lyr.); of the wind, whistle, Babr. l.c.: c. acc. cogn., συρίζων φόβον A.Pr.357; φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον Id.Th.463.    2 hiss an actor (cf. σῦριγξ 1.2), ἐξέπιπτες ἐγὼ δ' ἐσύριττον D.18.265, cf. Timocl.2 D., Luc.Nigr.10, etc.    b c. acc. pers., hiss him, D.21.226:—Pass., Aeschin.3.76,231, Pl.Ax.368d, Aristid.Or.34(50).7.

German (Pape)

[Seite 1040] dor. συρίσδω, att. συρίττω, fut. συρίξω u. besser attisch συρίξομαι, doch findet sich auch συρίσαι, Luc. Harmon. 2, – pfeifen; eigtl. von Schlangen, Zenodot. hinter Ammon.; von der Pfeife, συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος, Eur. I. T. 1175; φιμοὶ δὲ συρίζουσι, Aesch. Spt. 445; auch σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Prom. 355; συρίζων ποιμνήτας ὑμεναίους, Eur. Alc. 579; auch συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων, I. T. 431; συρίξας, Ar. Plut. 689; ψόφος τις μόνον οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, Plat. Theaet. 203 b, auszischen; δήμου παίγνιον συριττόμενον, Ax. 368, d; ἐξέπιπτες, ἐγὼ δὲ ἐσύριττον, Dem. 18, 265; συρίξομαι, Luc. Nigr. 10; συριττόμενος ὑποκριτής, 8.