σπουδή

From LSJ
Revision as of 19:45, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδή Medium diacritics: σπουδή Low diacritics: σπουδή Capitals: ΣΠΟΥΔΗ
Transliteration A: spoudḗ Transliteration B: spoudē Transliteration C: spoudi Beta Code: spoudh/

English (LSJ)

ἡ, (σπεύδω)

   A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77; ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66; χωρίον... οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys.288; τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6; σπουδῇ in haste, v. infr. IV; σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph.1223; σὺν πάσῃ σ. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.); διὰ σπουδῆς E.Ba.212, X.HG6.2.28, etc.; ἐκ σπουδῆς Arist.Mir.837a15; μετὰ σ. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.; κατὰ σπουδήν Th.1.93, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next).    II zeal, pains, trouble, effort, ἄτερ σπουδῆς Od.21.409; σῆς ὑπὸ σ. A.Th.585; σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT778, cf. Pl.R.604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; so σὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c; σὺν πολλῇ σ. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης σ. Pl.Smp.192c; μετὰ πολλῆς σ. Id.Chrm.175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205; σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107; πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως . . PHib.1.71.9 (iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp.177c; περί τινα ib.179d; ἐπί τινι Luc.Salt.1: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about . ., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec.130 (anap.); πρός τι D.S.17.114; ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276; ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149; σ. ἔχειν τινός E.Alc.778, 1014; περί τινος Pl. Amat.136c; εἴς τι E.Med.557; ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22; σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr.276e; σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2; σπουδῆς καὶ βουλῆς τὰ πράγματα προσδεῖσθαι Id.9.46; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr.257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg.855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for . ., ib.740d; zealous exertions, E.Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh.1370a12.    b in a religious sense, zeal, πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12 (ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι σ. Ep.Hebr.6.11.    2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν σ. Antipho 6.41; πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6; good will, good offices, σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries, σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5; κατὰ σπουδάς Ar.Eq.1370, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg.632a.    3 disputation, Philostr.VA4.27, 34 (in pl.).    III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph.901, Ar.Ra.522; σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σ. Pl.Lg.887d; οὐ σπουδῆς χάριν ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα Id.Plt.288c, cf. Smp.197e; καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh.1366a29.    2 object of attention, serious engagement or pursuit, σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος E.Supp.1199: pl., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Pl.Lg.647d, cf. 732d, al.    IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily, προερέσσαμεν Od.13.279; ἀνάβαινε 15.209; στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1, cf. 89; Dor., σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21 (Epid., iv B.C.); freq. in Att., σ. πάνυ Th.8.89, etc.; σπουδῇ ποδός E.Hec.216.    2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely, σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99, cf. 5.893, Od.3.297; σ. παρπεπιθόντες Il.23.37, Od.24.119.    3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph.849; σπουδῇ ἀκούειν Pl.R.388d; σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap.24c; πάνυ σ. attentively, Id.Phd.98b; πολλῇ σ. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th.791, X.Cyr.4.5.12, etc.; πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg.952a, etc.

German (Pape)

[Seite 925] ἡ, Eile, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; ὅκως αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) Eifer, Thätigkeit, Anstrengung; ἄτερ σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; ἀμφί τι σπουδὴν θέμεν, Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῦσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι καίριος σπουδὴ ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου χάριν σπουδὴν ἔθου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῦσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασθαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασθαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) Ernst, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῦτον (μῦθον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς χάριν, ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτεπαιδιά, Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ βουλῆς ἀγαθῆς φημι τὰ παρόντα προσδεῖσθαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῦτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσθαι περί τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung werth sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in Eile, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit Mühe, kaum, σπουδῇ δ' ἕζετο λαός, Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ πολλῇ ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit Absicht, ernstlich, πάνυ σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανθάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Ggstz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.