τέλος

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλος Medium diacritics: τέλος Low diacritics: τέλος Capitals: ΤΕΛΟΣ
Transliteration A: télos Transliteration B: telos Transliteration C: telos Beta Code: te/los

English (LSJ)

εος, τό, (τέλλομαι, τέλλω)

   A coming to pass, performance, consummation, εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496; ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op.669; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib.218; καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12 (iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.); καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7 (Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193; ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29; ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70; ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107, cf. Isoc.5.71, 6.77; result, τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122; εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291; ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th.638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of... A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον . . θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC1400; φόνου τ. A.R.1.834; τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El.735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17; ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9; ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11, cf. 18.32.12, 3.5.7; τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22, cf. Plb.1.61.2; μάχης . . κεκύρωται τ. A.Ch.874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp.475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event, οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε . . Od.9.5: in concrete sense, result, product, τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA672a4, cf. GA725b8.    2 in contexts like Hes.Op.669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we have τ. μὲν Ζεὺς ἔχει . . πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1; ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC423; [Ἄπολλον] . . ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th.162 (lyr.); τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp.525 (lyr.); τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545 (lyr.); τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε . . εἴτε . . Id.Hel.887; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol.1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75; κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13; ἡ . . τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between... Arist.Resp.480b19.    3 magistracy, office, τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9 (δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj.1352, Ph.385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18, 9.106; poet., οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47; ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3 (Elis, V B.C.); τοὺς . . τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94 (Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government, τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει A.Th.1030; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.    4 decision, doom, Ζεὺς . . οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309; Κῆρες δὲ παρεστήκασι... ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6; μήτηρ . . μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3; τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326; τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553; οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416, cf. 11.451; ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124, cf. A.Th.906 (lyr.):—judicial decision, ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu.243; κύριον μένει τ. ib.544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib.729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib.434; τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg.768b; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib.767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp.603,624; of a king, Id.Ag.934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.    5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ . . ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον) ; οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu.743, cf. Ag.908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib.1202, cf. Ch.760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp.1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων . . ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th.260; ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450; οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19, cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.    6 pl., services or offerings due to the gods, δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers.204; ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr.238; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant.143 (anap.); γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med.1382; θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC1050 (lyr.), cf. Fr.837; σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25; called μεγάλα τ., Pl.R.560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr.387; of the marriage rite, τ. γάμοιο Od.20.74, cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu.835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant.1241; τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38, cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th.982, Stob.2.7.3a.    7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.    8 dues exacted by the state, Ar.V.658 (pl.), Pl.R.425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market-toll, Ar.Ach.896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg.847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4; τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77; καταβαλεῖν And.1.93; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.    9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60; ἀναγραψάτω . . τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22, cf. 94.14, al.; Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30; δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38: in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr.639.    10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib.470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron, τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22, cf. 4.96; πελταστῶν τέλη E.Rh.311; κατὰ τέλεα Hdt.1.103, 7.87, al.; κατὰ τέλη Th.6.42, Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.    b a force of 2048 infantry, = μεραρχία, Ascl. Tact.2.10, Arr.Tact.10.5, Ael.Tact.9.7.    c a force of 2048 cavalry, Ascl.Tact.7.11, Arr.Tact.18.4, Ael.Tact.20.2.    II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of . . chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships, τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48: also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64; τ. ἀθανάτων A.Fr.151 (anap.).    12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).    II degree of completion or attainment, τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω . . προσέκειτο Il.18.378; degree of maturity, age, ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9; ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123; ἥβης τ. μολόντας E.Med.920; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx.249a; εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin.992d; τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp.181e; οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc.413 (lyr.).    b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).    2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr.276b, Lg.834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp.186a, cf. Prt.348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140; τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24; ταύτης . . τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R.501e, Isoc.4.5; τ. ἔχειν Pl.Lg.772c; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56; ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R.613d; μέχρι τοῦ τὸ προκείμενον ἐπὶ τέλος ἀχθῆναι PTeb.14.8 (ii B.C.); ἑκάστων πρὸς τέλος ἀχθέντων UPZ108.29 (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.); ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234:—freq. in Adverbial phrases:    a τέλος at last, ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100, cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause, μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76, cf.4.131, al.; τέλος δέ Id.1.36, Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137; τ. μέντοι Id.5.89, X.HG5.4.30; τ. γε μέντοι S.Ant.233; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.    b <ἐς τ. in the end, in the long run, πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28, cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph.409; θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA161 (anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.    c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr.275, S.Aj.685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; so διὰ τέλεος Hp.Acut.46 (= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618); διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb.36e; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).    d ἐπὶ τέλος at the end, opp. ἐν ἀρχῇ, Gal.19.183.    e τέλει perh. in the end, S.OT198 (lyr.).    3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg.801e; ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6; πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27; εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC1530: less freq. abs., death, ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th.367 (lyr.); οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.; τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg.717e, cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely, τ. ἔχει τινά Pl.Lg.740c; οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh.735 (anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; also τ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87 (cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος) γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955-6.    4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel.534; τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec.413; ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις . . τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3; ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph. 1074a30.    5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence, ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43, cf. Gal.15.20; of a chapter or book, ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4, cf. Gal.15.10; πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg.957b; πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA675a16; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph.239b34 (cf. infr. 111.2).    III achievement, attainment, τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323, cf. Pi.N.3.25; τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.    2 winning-post, goal in a race, πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45; in a contest, ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50); εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R.613c.    b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27; ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118 (perh. 'to be the winning post and prize'); κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6: metaph., οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57.    3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp.211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib.210e; πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit.410e, cf. R. 613c.    b the end or purpose of action, τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg.499e; freq. in Arist., EN1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph.994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc.

German (Pape)

[Seite 1088] εος, τό, 1) Ende, Ziel, Vollendung; γάμοιο, die Vollziehung der Heirath, Od. 20, 74; τέλος ἐπιτιθέναι τινί, z. B. μύθῳ, Il. 19, 107. 20, 369, das Wort in Erfüllung gehen lassen; τέλος ἐπιγίγνεταί τινι, Einem kommt die Erfüllung seines Wunsches, Od. 17, 496; τέλος ἔχειν, das Ziel oder die Vollendung erreicht haben, vollendet oder fertig sein, Il. 18, 378; εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω, 3, 291, bis ich das Ziel des Kriegs erreicht habe; ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ, 16, 630, die entscheidende Kraft des Kriegs, die den Kampf vollendet, beruht in den Fäusten; vgl. εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, 20, 101; Hes. Th. 638. Aehnlich sagt Pind. ἐν θεῷ τέλος, Ol. 13, 105, Gott hat die Entscheidung; u. so ἐν τὶν πᾶν τέλος ἔργων, N. 10, 29. So ist auch θανάτου τέλος eigtl. des Todes entscheidende Gewalt, vgl. Nitzsch zu Od. 9, 5; ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν, Il. 3, 309; οὐδέ κέ μ' ὦκα τέλος θανάτοιο κιχείη, 9, 416; φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, 11, 451; πυγμᾶς τέλος, des Faustkampfs entscheidender Erfolg, Sieg, Pind. Ol. 11, 67; μάχης, Aesch. Ch. 874; ἀναμένω τέλος δίκης, Eum. 234. 699; vgl. noch τὸ τούτου τέλος ἐν θεῷ ἦν, οὐκ ἐν ἐμοί, Dem. 18, 193; – die Gränze, das Aeußerste, τέλος ἀγαθῶν τε κακῶν τε, Hes. O. 671, die Gränzscheide; auch festgesetzte Zeit, τέλος μισθοῖο, die gesetzte Zeit, der Termin der Auszahlung des Lohnes, Il. 21, 450. – Hauptzweck, Hauptsache, μύθου, μύθων, Il. 9, 56. 16, 83. – Der Zustand der Vollendung oder Vollkommenheit, überh. das Ende; ποῖ δ' ἔτι τέλος ἐπάγει θεός; Aesch. Spt. 142; ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν οἷον ἤνυσεν κακόν, Pers. 712; ὴβης τέλος μολόντες, Eur. Med. 920; – τέλος εἶναι ὰπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν, Plat. Gorg. 499 e; τέλος ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ, vollenden, Conv. 186 a, u. sonst. – Οἱ τὸ τέλος ἔχοντες, die Vollendeten, Gestorbenen, Legg. IV, 717 e; ἐπεὶ τέλος εἶχεν ἡ θυσία, Xen. Cyr. 3, 3, 34; ἐπὶ τέλος ἄγειν, zu Ende führen, Pol. 3, 5, 7, u. oft; τὰ τέλη συνεξακολουθεῖ ταῖς Ῥωμαίων προ-, θέσεσιν, 18, 15, 12; μηδὲν ἔστω τέλος πλὴν ἐπὶ κήρυκι καὶ γραμματεῖ, 3, 22, 8, Nichts soll gültig sein. – Adverbial findet sich am häufigsten τέλος gebraucht, Aesch. Prom. 664 Pers. 454, Soph. Ai. 294. 998 u. öfter, Eur. I. T. 1343; auch τὸ τέλος, endlich, am Ende, zuletzt, Her. u. Folgde, wie Plat. Tim. 81 d; Xen. An. 1, 10, 3 u. öfter; – ἐς τὸ τέλος, Her. 3, 40; vgl. Soph. Phil. 407; – διὰ τέλους, bis an's Ende, ὡς μάθητε διὰ τέλους τὸ πᾶν, Aesch. Prom. 273; Eum. 64; διὰ τέλους εὐχου τελεῖσθαι τοὐμὸν ὧν ἐρᾷ κέαρ, Soph. Ai. 670; οὐ δύνανται διὰ τέλους εἶναι σοφοί, Eur. Hec. 1193, vgl. Suppl. 270; immerfort, Isocr. 3, 25; ἀρχόμενος καὶ διὰ τέλους, Plat. Soph. 237 a; διὰ τέλους ἀεί, Phil. 36 e, u. oft; Xen. u. Folgde; – εἰς τέλος = ganz und gar, Pol. sehr häufig, u. a. Sp. – 2) eine Schaar Krieger, wahrscheinlich von bestinimier Anzahl; δόρπον ἔπειθ' εἵλοντο κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν, Il. 11, 730. 10, 470. 18, 298; u. so heißt die Schaar der Wächter φυλάκων ἱερὸν τέλος, 10, 56; so Her. 7, 81. 223; eine Reiterschaar, 7, 87; κατὰ τέλεα, turmatim, 1, 103. 7, 211. 9, 20. 22 u. sonst; auch Eur. Rhes. 311; ἱππέων, Thuc. 2, 22; τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν, Thuc. 1, 48, vgl. 6, 42; Pol. u. A. – Im römischen Heere die Legion, Plut. Ant. 18. – Auch übertr. auf andere Dinge; bei Her. 2, 64 schwankt die Lesart zwischen ὀρνίθων τέλεα, Vögelschwärme, u. γένεα. – 3) der höchste Stand im bürgerlichen Leben, oder das höchste Ziel der bürgerlichen Ehre, dah. obrigkeitliches Amt u. Würde; τέλος δωδεκάμηνον περάσαι, Pind. N. 11, 9; τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει, Aesch. Spt. 1016; meist im plur. τὰ τέλη, Λακεδαιμονίων τὰ τέλη, Thuc. 4, 86; οἱ ἐν τέλει, Soph. Ai. 1331; Phil. 383. 913; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι, Ant. 67; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες, die die Ausführung der Beschlüsse haben, die ein Staatsamt Verwaltenden, die in Amt und Würden, Her. 3, 18. 9, 106; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τέλει, Thuc. 1, 10, u. oft; auch οἱ τὰ τέλη ἔχοντες, 5, 47 (aber τέλος ἔχοντες, die Entscheidung habend, 4, 118, erkl. der Schol. αὐτοκράτορες ὄντες); Xen. An. 2, 6, 4. 7, 1, 34; δικαστῶν τοῦτ' ἐπέσταλται τέλος, Aesch. Eum. 713; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει, Ag. 1175; ἐν τέλει γενέσθαι, Xen. Cyr. 1, 6, 15; εἰς τέλος καταστῆναι, 1, 5, 7. – Auch der Befehl eines Beamten, τέλος ἐξέφερε, er sandte den Befehl, Plut. Them. 12; vgl. D. Hal. 7, 45. 8, 54. – 4) der Zoll, Abgabe, Steuer, auch Tribut; χαρίτων, Pind. I. 1, 6; Ar. Vesp. 658; überh. Ausgaben, Aufwand, s. Valck. diatr. p. 202; Ruhnk. Tim. 251; vgl. Thuc. 6, 16, ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τέλεσι καὶ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ; Plat. τέλος ἐν τῇ πόλει μηδένα μηδὲν τελεῖν μήτε ἐξαγομένων μήτε εἰσαγομένων χρημάτων, Legg. VIII, 847 b; τέλος πράττειν τινά, Pol. 4, 47, 1; ἰδίοις τέλεσιν, auf eigene Kosten, Plut. Timol. 23 Phoc. 38. – In Athen das Vermögen des Bürgers, nach welchem seine Abgaben bestimmt wurden, und weil er danach auch zu einer gewissen Klasse der Bürger gehörte, übh. Bürgerklasse, Stand, Rang, dem römischen Census entsprechend; κατὰ τὸ τέλος ζημιοῦσθαι, Isae. 4, 11, wie κατὰ τέλος ἐπιβάλλειν, lmm. 43, 75, im Gesetz; ἔξω τοῦ τέλους εἰσὶ τούτου, 20, 19; Sp.; – daher τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, Soph. O. R. 316. – 5) die heilige Weihe, bes. die Einweihung in die eleusinischen Mysterien, wahrscheinlich, weil sie als das höchste Ziel oder die Vollendung des Lebens betrachtet wurde; auch die Mysterien selbst hießen τέλη, οὗ πότνια σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1052; Eur. Med. 1382; τοῦ τελουμένου μεγάλοισι τέλεσι, Plat. Rep. VIII, 560 e; – Anacr. 55, 4 nennt den Dionysus τελέων θεόν. – Uebh. religiöse Feierlichkeit oder Ceremonie. – Τέλος γάμου, Einweidung u. Aufnahme in den Ehestand, der Ehestand selbst; so sagt Aesch. Eum. 799 θ ύη πρὸ παίδων καὶ γαμηλίου τέλους; Soph. τὰ νυμφικὰ τέλη λαχὼν δείλαιος εἰς Ἅιδου δόμους, Ant. 1226; Poll. 3, 38 bemerkt τέλος, ὁ γάμος. – Soph. Ant. 143 ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη scheint die Waffenbeute zu bedeuten, welche als Weihgeschenk im Tempel aufgehängt wird.