πείθω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A persuade, impf. ἔπειθον Il.22.91, etc.; Ep. and Lyr. πεῖθον 16.842, B.8.16 : fut. πείσω Il.9.345, etc.; Ep. inf. πεισέμεν 5.252 : aor. 1 ἔπεισα Pi.O.2.80, A.Eu.84, Ar.Pl.304, etc. (Hom. has only opt. πείσειε Od.14.123); Aeol. part. πείσαις Pi.O.3.16 : aor. 2 ἔπῐθον Id.P.3.65 (poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp.941, Ar.Pl.949, Theoc.22.64, used by Hom. only in Ep. redupl. forms πεπίθωμεν Il.9.112, πεπίθοιμι 23.40, A.R.3.14, πεπῐθεῖν Il.9.184, A.R.3.536, πεπῐθών Pi.I.4(3).72 (v. infr.), πεπιθοῦσα Il.15.26 (ind. not in Il. or Od., πέπιθον A.R.1.964, πέπιθε h.Ap.275): pf. πέπεικα Lys. 26.7, Is.8.24, Isoc.14.15 :—Med. and Pass. πείθομαι, obey, Il.1.79, etc. : fut. πείσομαι ib.289, etc.: aor. 2 ἐπῐθόμην, Ep. πιθόμην 5.201, ἐπίθετο Ar.Nu.73, ἐπίθοντο Il.3.260, IG22.29.14, redupl. πεπίθοντο Orph.Fr.135 ; imper. πίθεο Pi.P.1.59, πιθοῦ S.Ant.992, pl. πίθεσθε A.Eu.794 ; subj. πίθωμαι Il.18.273, etc.; opt. πιθοίμην 4.93, etc. (redupl. πεπίθοιτο 10.204); inf. πιθέσθαι 7.293, etc. (πεπιθέσθαι AP14.75); part. πιθόμενος S.Ph.1226 : aor. 1 Med. ἐπεισάμην IG12(5).720.5 (Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: fut. Pass. πεισθήσομαι S.Ph.624, Pl.Sph.248e, etc.: aor. 1 ἐπείσθην A.Eu.593, S.OT526, Ar.Nu.866, X.An.7.7.29 : pf. πέπεισμαι A.Pers.697, E.El. 578, Pl.Prt.328e; Thess. pf. inf. πεπεῖστειν IG9(2).517.16 (Larissa, iii B. C.). II intr. tenses of Act., in pass. sense, pf. 2 πέποιθα Il.4.325, etc. (not freq. in Prose); imper. πέπεισθι A.Eu.599 codd.; 2sg. subj. πεποίθῃς Il.1.524 ; Ep. 1pl. πεποίθομεν (for-ωμεν) Od.10.335 ; opt. πεποιθοίη Ar.Ach.940 : plpf. ἐπεποίθειν Il. 16.171 ; 3pl. ἐπεποίθεσαν Hdt.9.88 ; Ep. πεποίθεα Od.4.434, 8.181 ; 1pl. ἐπέπιθμεν Il.2.341, 4.159 : Pi. uses aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl. πεπιθών I.4(3).72. III as if from πῐθέω, Hom. has fut. πῐθήσω Od.21.369 (obey) : aor. part. πῐθήσας Il.4.398 (trust), cf. Hes. Op.359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch.618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. aor. subj. πεπῐθήσω trans., Il.22.223 :—also Aeol. πίθημι, part. πίθεις Alc.Supp. 9.4. A Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib.184 ; σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε 16.842 ; τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον 9.587, cf. Od.7.258, 23.337 ; Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε Il.22.78 : c. acc. pers. et inf., persuade one to... ib. 223, A.Eu.724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ . . S.Ph.901 ; later ἵνα . . Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ... ὡς ἔστι... Pl.R.327c, 364b; π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν Th.5.76 ; κοὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν . . τὸ μὴ ἐλθεῖν Ar.Ra.68 ; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg.453b, etc.; also π. τι ὠφέλιμον ὄν Th.4.17 : freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph.102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC1298 ; δᾶμον πείσαις λόγῳ Pi.O.3.16 ; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg.844e ; οὐ πείσαντες τὸν δῆμον Aeschin.3.41 ; πείθοντες, opp.βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch.232b (but π. ἀνάγκῃ D.C.62.16, cf. πειθανάγκη) : with neut. pron., persuade one to or of a thing, τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας Hdt.1.163, cf. A.Pr.1064 (anap.), Pl.R.399b, etc.; ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν A.Ag.1212 ; μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to... S.OC1442 ; also τοιάνδ' ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp.615. 2 prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ; τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν Il.1.100 ; ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν 9.112, cf. 181, 386, Hes.Sc.450 ; Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς Pi.O.2.80, cf. Pl.R.366a, Ap.37d : c. dupl. acc., τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους IG12.39.27. II in bad sense, talk over, mislead, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις Il.1.132, cf. 6.360 ; ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς Od.2.106, cf. 14.123 ; πεπιθοῦσα θυέλλας Il. 15.26. 2 π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. (Pass., χρήμασι πεισθείς Id.1.137) : prov., δῶρα θεοὺς πείθει Hes.Fr.272 ; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20. 3 offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84. B Pass. and Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC520, El. 1015, E.Fr.440 ; but πιθοῦ comply, S.OC1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph.624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl .Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε . . Th. 2.2 ; ὃ . . ὑμεῖς . . ἥκιστ' ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170. 2 πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ; μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν Pl. Ap. 29d : sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers., ἐπείθετο μύθῳ 1.33, cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12. b with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ; πάντ' ἔγωγε πείσομαι S.Aj.529 ; πείσομαι δ' ἃ σοὶ δοκεῖ Id.Tr. 1180 ; οὐ . . πείθομαι τὸ δρᾶν Id.Ph. 1252 ; μύθοις . . πεισθεὶς ἀφανῆ E. Hipp. 1288 (anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.). 3 c. gen., four times in Hdt., πείθεσθαί τινος 1.126, 5.29, 33,6.12, cf. E. IA726, Th. 7.73 ; πείσθητί μευ Herod. 1.66 ; κείνου . . πιθοίατο vulg. in Il.10.57. II πείθεσθαί τινι believe, trust in, πείθεθ' ἑταίρῳ Od. 20.45 ; οἰωνοῖσι Il.12.238; τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ 4.408 ; ἐνυπνίῳ Pi.O. 13.79 ; λεγομένοισι Hdt. 2.146, etc. : c. acc. et inf., believe that... οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ' εἶναι Od. 16.192, cf. Hdt. 1.8, etc. : c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : with ὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας Pl. Cri.44c, cf. R.391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ; πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ar. Th. 592 ; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap.25e, cf. Phdr.235b : abs., ὡς ἐγὼ πείθομαι Phld.Po.5.34. b π. τινὰ ὅπως . . to believe of him, that... E. Hipp.1251. III pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, as αὑτῷ πεποιθέναι Pl. Mx. 248a): c. dat. et inf., οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od. 16.71, cf. Il.13.96, etc.: c. dat., οἷσι . . μαρναμένοισι πέποιθε Od.16.98 : later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν . . μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to... A. Th.530: once in Hdt., χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι 9.88 : rarely c. acc. et inf., πέποιθα . . τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν A. Th.444 ; εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι 2 Ep.Cor.10.7 ; π. εἴς τινας ὅτι . . Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι . . 2 Ep.Cor. 2.3 ; ἐπὶ χρήμασι Ev.Marc. 10.24: abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28. IV post-Hom. pf. Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat., νεκροῖσι A. Eu.599 ; ὀνείροις E.Hel.1190, etc. : c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs., νῦν δὲ πέπεισμαι Id.Prt. 328e ; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by... Plu.Rom. 14 ; πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα Ep.Hebr.6.9. (Cf. Lat. fido, fides.)
German (Pape)
[Seite 543] fut. πείσω, aor. ἔπεισα (wovon Hom. nur optat. πείσειε, Od. 14, 123 hat) u. poet. ἔπιθον, bei Hom. immer mit der Reduplication, πεπίθω, πεπιθών, πεπιθεῖν, πεπίθοιμεν, πέπιθε; Pind. πεπιθών, I. 3, 90, πιθών P. 3, 28; πιθών auch Ar. Ran. 1168; πεπιθήσω = πείσω, Il. 22, 223, eigentl. ich werde machen, daß er Vertrauen hat; perf. πέπεικα u. πέποιθα (s. unten); med. fut. πείσομαι, aor. II. bei den Ep. ἐπιθόμην, ἐπίθοντο, πιθέσθαι, u. mit der Reduplication πεπίθοιτο, Il. 10, 204. Die Nebenformen des fut. u. aor. πιθήσω u. πιθήσας bei Hom. sind intrans., wie πιθήσας Pind. P. 4, 109 u. πιθήσασα δώροισι Μίνω Aesch. Ch. 609; – 1) Activ., durch gütliche Mittel, bes. Worte od. Zureden, bewegen oder gewinnen, überreden; πείθεις δή μευ θυμόν, Od. 23, 230, u. oft so φρένας, θυμόν, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν. Bes. erbitten, durch Bitten bewegen, Il. 24, 219 Od. 14, 363; besänftigen, begütigen, zufriedenstellen, Il. 1, 100. 9, 112. 181. 386; Hes. Sc. 450; Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισεν, Pind. Ol. 2, 88; bes. durch die Rede bewegen, Etwas zu thun, τόνδε – πεπιθήσω ἐναντίβιον μαχέσασθαι, Il. 22, 222; δᾶμον πείσας λόγῳ, Pind. Ol. 3, 17; γνώμᾳ πεπιθών, I. 3, 90; πείσαισ' ἀκοίταν βουλεύμασιν, N. 5, 28; νὶν πίθον παρασχεῖν, P. 3, 65; π. τινὰ ὥςτε δοῦναι, Her. 6, 5; πιθεῖν Τιτᾶνας οὐκ ἠδυνήθην, Aesch. Prom. 204; πείθω νιν λόγῳ, Ag. 1022; ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν, 1185; πρὸς τοῦ δ' ἐπεί. σθης καὶ τίνος βουλεύμασιν, Eum. 563; ταῖς ἐμαῖς γνώμαις πεισθείς, überredet, Soph. O. R. 570; ἐκ τοῦ φίλων πεισθεῖσα, El. 401; ἐννύχοις πεπεισμένη ὀνείροις, Eur. Hel. 1206; πείθει Ὀρέστην μητέρα κτεῖναι, Or. 29; u. mit doppeltem accus., τίνα δοκεῖς πείσειν τάδε, wen meinst du davon zu überreden? Hec. 1205; vgl. Her. 1, 163; Xen. Hier. 1, 16; Plat. Apol. 37 a; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος, Aesch. Pers. 790; τί δ' ἐν δόλῳ δεῖ μᾶλλον ἢ πείσαντ' ἄγειν, Ar. Plut. 102; ἢ λόγῳ πείσαντες ἄξειν ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος, 590, u. in Prosa überall, τὸ πείθειν οἷόν τ' εἶναι τοῖς λόγοις δικαστάς, Plat. Gorg. 452 e; καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντές σφισιν ὑπηρετεῖν, Rep. II, 364 c, u. A.; auch τοὺς πολλοὺς εἰς τὴν ὁμολογίαν, dazu bewegen, Thuc. 5, 76; im schlechten Sinne, τοὺς δικαστὰς ἀργυρίῳ πείθειν, die Richter durch Geld bewegen, bestechen; ξεῖνόν τινα χρήμασι πείσας, Her. 8, 134; μισθῷ, 9, 33, für Sold wozu dingen, wie Thuc. 1, 31; δώροις, 4, 65, χρήμασι, 1, 137 u. öfter; vgl. δῶρα θεοὺς πείθει, Hes. frg. bei Plat. Rep. III, 390 e; u. Lys. 7, 21; auch bereden, beschwatzen, durch List, milderer Ausdruck für betrügen, täuschen, Il. 1, 132. 6, 360 Od. 2, 106. 14, 123. – Auch von leblosen Dingen, θυέλλας, erregen, Il. 15, 26. – Πείθω ἐμαυτόν, ich überrede mich, d. i. ich bin überzeugt, glaube, Plat. Gorg. 453 a u. öfter; ὥς γε ἐμαυτὸν πείθω, Dem. 24, 6, u. A. – Das part. πείσας heißt oft durch gütliches Zureden, durch Unterhandlungen, auf dem Wege der Güte, πείσας ἄγει τὸ στράτευμα, er führt das Heer mit dessen Einwilligung; οὐ πείσας τὸν δῆμον, ohne das Volk beredet zu haben, ohne Beistimmung des Volks, Aeschin. u. A., bes. Plut.; vgl. τὰς πόλεις ἑκούσας ἔπεισε ποιεῖν τὰς ὁδούς Xen. An. 5, 1, 14, u. Hell. 6, 1, 14. – Das impf. kann auch durch zureden übersetzt werden, ἕκαστός τις ἔπειθεν αὐτὸν ὑποστῆναι τἡν ἀρχήν, Xen. An. 5, 9, 19, vgl. Hell. 6, 5, 23; Pol. 4, 64, 2. 5, 63, 3. – 2) Im pass., fut. πείσομαι, auch πιθήσω, Od. 21, 369, aor. ἐπείσθην, bei Hom. ἐπιθόμην u. πιθήσας, Il. 9, 119, sich durch gütliche Mittel, bes. durch Worte gewinnen lassen, sich überreden, überzeugen lassen, überredet, überzeugt sein, gehorchen (vgl. S. Emp. pyrrh. 1, 2301; Hom. u. Folgde überall; mit folgdm accus. c. inf., εἰ μὴ πέπεισθε ἀδικίαν δικαιοσύνης ἄμεινον εἶναι, Plat. Rep. II, 368 a; mit folgdm ὡς, Legg. VII, 801 b; – c. inf., ὑπὸ χρυσοῦ πεισθῆναι πλούσιον ἄνδρα ἰάσασθαι, Plat. Rep. III, 408 c; – gew. τινί, gehorchen, folgen, μηδὲ ἄρξειν μηδὲ ἄρχοντι πείσεσθαι, Critia 120 a; καὶ παρεικαθεῖν, Soph. O. C. 1336; mit folgdm inf., πείθεσθέ μοι ῥαβδοῦχον ἑλέσθαι, Plat. Prot. 338 a, folget mir und wählet, u. A. – Die Sache, wozu Einer überredet wird, oder in der er einem Andern folgt, steht auch im accus., wie das act. mit doppeltem accus. vrbdn oben erwähnt ist. πάντα πιθέσθαι, in allen Dingen folgen, Alles befolgen, Od. 17, 21; σημαίνειν, ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω, worin Niemand, wie ich meine, gehorchen wird, Il. 1, 289; u. so ist auch 20, 466 Od. 3, 146, οὐδὲ τὸ ᾔδη, ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν, zu erklären, worin Jener ihm nicht nachgeben werde, wo man gew. πείσεσθαι als pass. für πεισθήσεσθαι erklärt; πείθεσθε τούτῳ ταῦτα, Ar. Th. 595; τί σοι πιθώμεσθα, Av. 164; auch σοῖς ταῦτα πείσομαι λόγοις, Aesch. Ch. 770; 'Αθηναῖοι ταῦτα Αἰσχίνῃ πείθονται, Her. 6, 100; – εἰς ἀγαθόν, Il. 11, 799; Hom. vrbdt es auch mit dem doppelten dat., τινὶ ἔπεσι, μ ύθοις, Il. 1, 150. 23, 157; γήραϊ πείθεσθαι, dem Alter gehorchen, sich in die Nothwendigkeit des Alters geduldig fügen, Il. 24, 345; στυγερῇ δαιτὶ πείθεσθαι, sich in den Gebrauch des traurigen Mahles fügen, 23, 48; πείθεσθαι νυκτί, der Einladung der Nacht zum Schlafe folgen, 8, 502. 9, 65. – Seltener ist dabei der gen., πείθεσθαί τινος, Her. 1, 126. 5, 29. 33. 6, 12; als v. l. auch Il. 10, 57; Thuc. 7, 73, u. öfter bei sp. D., wie An. Rh. 3, 308. – Πείθεσθαί τινι, Jemandem glauben, trauen, woran glauben, μύθῳ, oft Hom; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, darin traue ich dir nicht, das glaube ich dir nicht, Plat. oft. – 3) Das perf. πέποιθα, πεποιθέναι, plusquampf. πεποίθεα, Od. 4, 434. 8, 181, hat die Bdtg sich haben überzeugen lassen, vertrauen, seine Zuversicht worauf setzen, mit dem dat. der Person oder der Sache, auf die man vertraut, Hom. u. Hes., auch wird noch ein inf. hinzugesetzt, ὔμμιν ἔγωγε μαρναμένοισι πέπ οιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς, Il. 13, 95, ich vertraue euch, daß ihr die Schiffe retten werdet, vgl. 16, 171 Od. 16, 71. 21, 132; auch absol., ὄφρα πεποίθῃς, auf daß du Zutrauen fassest, Il. 1, 524 Od. 13, 344; τῇ σῇ πέποιθα χειρὶ δεξιᾷ, Eur. Alc. 1118; χρησμοῖς, τύχῃ, Aesch. Ch. 295 Ag. 654; Ζηνί, 790; πεποιθοίη, Ar. Ach. 904; auch c. acc. c. inf., ἔπεμψα τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδοῦ, Aesch. Spt. 37, vgl. 426. 503; u. c. inf., καὶ δίχα κείνων πέποιθα ταῦτ' ἐπισπάσειν κλέος, Soph. Ai. 756, ich hege die Zuversicht, diesen Ruhm zu erringen; vgl. χρήμασιν ἐπεποίθεσαν διωθέεσθαι, Her. 9, 88; διὰ τὸ αὑτῷ πεποιθέναι, Plat. Menex. 248 a; einen imperat. πέπεισθι hat Aesch. Eum. 599, Hom. die syncop. Form ἐπέπιθμεν, Il. 14, 55; so ist auch πιθήσας gebraucht, Il. 22, 107; vgl. auch πεπίθοιτο, Il. 10, 204; γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ, Pind. I. 3, 90. – Sp, wie N. T., verbinden auch πεποιθέναι ἐπὶ τὸν θεόν. – Adi. verb. πειστέον, man muß gehorchen, Plat. Phil. 28 b u. A.