φαῦλος

From LSJ
Revision as of 19:39, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαῦλος Medium diacritics: φαῦλος Low diacritics: φαύλος Capitals: ΦΑΥΛΟΣ
Transliteration A: phaûlos Transliteration B: phaulos Transliteration C: faylos Beta Code: fau=los

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον E.Hipp.435, Fr.1083.9, Th.6.21: (cf. φλαῦρος):—

   A cheap, easy, slight, paltry, first found commonly in E., twicein Hdt.1.26, 126 (Comp., elsewh.φλαῦρος), six times in Democr., Fr.87, al., twice in S., Frr.41,771: Adv. φαύλως once in A.: A. Pers. 520.    I of things, easy, slight, φ. ἀθλήσας πόνον E.Supp.317; φαυλότατον ἔργον tis as easy as lying', Ar.Eq.213; φ. πρᾶγμα Id.Lys.14; τὸ ζήτημα οὐ φ. Pl.R.368c; φ. ἐρώτημα Id.Phlb.19a; φαῦλον αὐτοῖς προστάξομεν Id.R.423c: freq. with negat., οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ib.527d; μάχη οὐ φ. Id.Tht.179d; οὐ φ. τέχνη Id.Sph.223c; οὔτοι βασιλέα φαῦλόν [ἐστι] κτανεῖν 'tis no slight matter to kill a king, E.El.760; νυκτὸς γὰρ οὔτι φ. ἐμβαλεῖν στρατόν no easy matter, Id.Rh.285; οὐ φ. πληγαί D.54.13; φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῦλα μείζω Men.497; φαῦλα ἐπιφέρειν bring paltry charges, Hdt.1.26; τὰ φ. νικήσας ἔχω have gained petty victories, S.Fr.41 (wrongly glossed by μέγα in Phot., Suid., and EM789.43, cf. Hsch); σύμμαχον Τροίᾳ μολόντα Ῥῆσον οὐ φαύλῳ τρόπῳ, i. e. with no trivial force, E.Rh. 599; παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι D.H.Rh.4.2, cf. Lib.Or.14.26. Adv. -λως εὑρεῖν, τυχεῖν, Ar.Eq.404 (troch.), 509 (anap.); φ. πάνυ Id.Lys. 566 (anap.); φ. ἐκφυγεῖν to get off easily, Id.Ach.215 (lyr.); φ. ἀποδράς Id.Th.711 (lyr.); φαυλότατα καὶ ῥᾷστα Id.Nu.778; οὔτι φαύλως ἦλθε with no trivial force, E.Ph.112; φ. βοηθήσειν D.15.13; φαύλως καὶ γλίσχρως παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2; τὰς ἐλπίδας φ. ἔχειν to be slight, Hdn.1.3.1.    2 simple, ordinary, δίαιτα Hp.Fract.36, Art.49, Eur.Fr.213.4; σῖτα καὶ ποτὰ φαυλότατα X.Mem.1.6.2, cf. Hp. Vict.3.68 (Comp.); but freq. with sense poor, indifferent, στρατιά Th.6.21; ἀσπίδες, τείχισμα, παρασκευή, Id.4.9.115, 6.31; ἱμάτιον X. l. c. Adv. -λως, διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht.173c; μὴ φ. μηδὲ ἰδιωτικῶς Id.Lg.966e.    3 mean, bad, πρῆξις Democr.177; λόγοι E. Andr.870, ψόγος Id.Ph.94 (perh. both in signf. 1.1 and in 1.3); οὐ φ. ὄψις Pl.R.519a; φ. δόξα D.24.205; τὰ πράγματ' ἐστὶ φ. Id.19.30; φαῦλα διαπεπραγμένος Philem.229; ὁ φαῦλα πράττων Ev.Jo.3.20; μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ φ. Ep.Rom.9.11; τὸ φ. evil, E.IT390; τὰ φ., opp. τὰ ἀγαθά, X.Smp.4.47; τύχη φ., opp. ἀγαθή, Arist.Ph. 197a26, cf. Metaph.1065a35; τὴν πόλιν μηθὲμ φ. παθεῖν OGI765.35 (Priene); κομίσασθαι . . εἴτε ἀγαθὸν εἴτε φ., of rewards and punishments, 2 Ep.Cor.5.10; φ. μαίωσις Sor.2.17, cf. 1.91, al.    II of persons, low in rank, mean, common, E.Fr.688; οἱ φαυλότατοι the commonest sort (of soldiers), Th.7.77; [γάμος] ὁ ἐκ τῶν φαυλοτέρων, opp. ἐκ μειζόνων, X.Hier.1.27, cf. Pl.R.475b; of outward looks, αἱ φαυλότεραι the plainer ones, Ar.Ec.617, cf. 626 (Comp., both anap.).    2 inefficient, bad, διδάσκαλος S.Fr.771.3; τὸ φ. καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβές the inefficient, the middling, and the perfect, Th.6.18; φ. αὐλητής, opp. ἀγαθός, Pl.Prt.327c; τοξότης Id.Tht.194a; οὐ δὲ φαύλων ἀνδρῶν οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Id.Cra. 390d; opp. σπουδαῖος, Isoc.1.1, Pl.Lg.757a, etc.; esp. in point of education and accomplishments, opp. σοφός, οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν E.Hipp.989, cf. Ph.496, Ion 834, Pl.Smp.174c, Alc.1.129a; τὸ πλῆθος τὸ -ότερον E.Ba.431 (lyr.); οἱ -ότεροι, opp. to οἱ ξυνετώτεροι, Th.3.37; οἱ φαυλότεροι γνώμην ib.83; τὰ γράμματα φαῦλοι Pl.Phdr.242c (so in Adv., φαυλοτέρως πεπαιδευμένοι Id.Lg.876d); generally, inferior, Id.Grg.483c: c. inf., φαῦλοι μάχεσθαι E.IT305; φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι, Pl.Tht.181b, Prt. 336c: of animals, φ. κύων D.26.22; φαυλότατοι ἵπποι X.Mem.4.1.3.    3 careless, thoughtless, indifferent, E.Med.807:—esp. in Adv., φαύλως ἐκρίνατε judged lightly, A.Pers.520; φ. εὕδειν E.Rh. 769; οὐχ ὧδε φ. Id.Ion1546; φ. παραινεῖν off-hand, Id.HF89; λόγισαι φαύλως μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός off-hand, roughly, Ar.V.656 (anap.); φ. εἰπεῖν casually, Pl.R.449c; φ. φέρειν to bear lightly, E. IA850, Ar.Av.961.    4 in good sense, simple, unaffected, φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν E.Fr.473 (anap.), cf. D.L.3.63. Adv. -λως, παιδεύειν τινά by a very simple method, X.Oec.13.4; φ. καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι Pl.Tht.147c.    5 of health, etc., φαύλως ἔχειν to be ill, Hp.Aph.2.32; φ. πράττειν to be in sorry plight, Men. Sam.165; φ. ἔχει τὰ πράγματα D.10.3, al.

German (Pape)

[Seite 1259] auch zweier Endgn, Eur. Hipp. 435 u. Thuc. 6, 21, schlecht, schlimm, böse; δαίμων Theogn. 163; Her. 1, 126, der sonst immer die ion. Form φλαῦρος hat; moralisch schlecht, schändlich, bes. vom Krieger = feig, Eur. I. T. 305 u. öfter; häßlich, Ar. Eccl. 617; Ggstz von σπουδαῖος, Isocr. 1, 1; vgl. Xen. Cyr. 2, 2,24; u. von ἀγαθός, Plat. Prot. 327 c; καὶ μοχθηρός Gorg. 486 b; mit einem acc. der nähern Bestimmung, οἱ φαῦλοι τὰ γράμματα Phaedr. 242 c; u. c. inf., Prot. 336 c; Ggstz σοφός, Conv. 174 u. Eur. Phoen. 496; Ggstz ξυνετώτεροι, Thuc. 3, 37, vgl. 83. – Uebh. was nicht so ist, wie es sein soll; τείχισμα Thuc. 4, 115, vgl. 4, 9; στρατιά, geringes Heer, 6, 21; φαύλως ἔχοντα τὰ εἰρημένα, was nicht überzeugt, Isocr. 4, 6; καὶ ἀγεννὴς κύων Dem. 26, 22; τὰ πλεῖστα τῆς χώρας φαῦλα καὶ ἀγεννῆ Plut. Sol. 22; παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαι, gering schätzen, verachten, D. Hal. rhet. 4, 2; φαῦλον πρᾶγμα Xen. An. 6, 4,12. – Häufig aber ohne bes. Tadel; bes. οὐ φαῦλον, non mediocris, vgl. Plat. Theaet. 151 e; einfach, unbedeutend, wenig Umstände erfordernd, leicht, τὰ φαῦλα καὶ πρόχειρα Theaet. 147 a; τὸ ζήτημα οὐ φαῦλον, ἀλλὰ ὀξὺ βλέποντος Rep. II, 368 c; Gsgtz χαλεπός, VII, 527 d; dah. auch wohlfeil, im Ggstz zum Kostbaren, Ausgesuchten, Sp.; φαύλως φέρειν, gleichgültig ertragen, ohne viel Aufhebens davon zu machen, Eur. I. A. 850; Ar. Av. 961; φαύλως παιδεύειν, schlicht, einfach erziehen, Xen. oec. 13, 4; ἀποκρίνασθαι, Plat. Theaet. 147 c. – Auch = leichtsinnig, die Dinge zu leicht nehmend; φαῦλον Ggstz von πάνυ ἀκριβές Thuc. 6, 18; φαύλως ἐκρίνατε Aesch. Pers. 512, schlecht; φαυλότατα καὶ ῥᾷστα vrbdt Ar. Nubb. 768; φαύλως ἀποδιδράσκειν, leicht entfliehen, Ach. 220; Th. 711. – Vgl. φλαῦρος, φαῦρος, παῦρος, paulus, faul, flau.