δύστηνος

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστηνος Medium diacritics: δύστηνος Low diacritics: δύστηνος Capitals: ΔΥΣΤΗΝΟΣ
Transliteration A: dýstēnos Transliteration B: dystēnos Transliteration C: dystinos Beta Code: du/sthnos

English (LSJ)

Dor. δύστᾱνος, ον,

   A wretched, unhappy, unfortunate, disastrous, poet. Adj.:    1 mostly of persons, as always in Hom. and mostly Trag., A.Pers.909 (anap.), etc.; δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν unhappy are they whose sons... Il.6.127.    2 of sufferings and the like, μόχθος δ. Pi.P.4.268; θέρος A.Ag.1655; αἰκίαι S.El.511 (lyr.); ὄνειδος Id.Aj.1191 (lyr.); ὄνειρος Ar.Ra.1333 (lyr.); πάθος D.H.6.20. Adv., Sup. δυστανοτάτως γηράσκω E.Supp. 967 (lyr.).    II after Hom., in moral sense, wretched, S.El.121 (Sup., lyr.), Ph.1016; λόγοι E.HF1346.—Rare in Prose, though D. 19.255 has δ. λογάρια, in latter sense: Sup. (v. supr. 1); no Comp. is found. (Cf. ἄστηνος.)

German (Pape)

[Seite 688] ον, dor. δύστανος, unglücklich, jammervoll, elend. Ableitung unsicher, vgl. ἄστηνος. Bei Homer öfters, aber nur von Menschen: Nominat. δύστηνος mehrmals, als femin. Iliad. 22, 477; gen. δυστήνοιο Odyss. 11, 76; accus. δύστηνον öfters, Odyss. 17, 10 τὸν ξεῖνον δύστηνον, Scholl. Aristonic. (ἡ διπλῆ) πρὸς τὴν τοῦ ἄρθρου μετάθεσιν. ὅμοιόν ἐστι τῷ »οὔτε τὰ τεύχεα καλά (Iliad. 21, 317)«, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 317; vocativ. ὦ δύστηνε Odyss. 10, 281. 11, 80. 93; dativ. plural. δυστήνοισι μετ' ἀνδρασιν Iliad. 17. 445; genit. plural. Iliad. 6, 127. 21, 151 δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν, zu verstehen wie υἷες Ἀχαιῶν, nicht allein die Aeltern sind δύστηνοι, sondern auch und grade besonders die Söhne selbst, vgl. Scholl. Iliad. 6, 127. – Folgende: Pind. P. 4, 268 μόχθον δύστανον; häufig bei Tragg., gew. von Menschen; θέρος Aesch. Ag. 1640; τινός, in etwas, Aesch. Pers. 873 u. Eur. Troad. 112; mit der Nebenbedeutung dersittlichen Verworfenheit, unselig, Soph. El. 126; λόγοι Eur. Herc. Fur. 1346; ὄνειρος Ar. Ran. 1328; seltener in Prosa, λογάρια δ. Dem. 19, 255; πάθος D. Hal. 6, 20; Plut. Ant. 84. – Adv., δυστήνως, superlat. δυστηνοτάτως, Eur. Suppl. 991.

Greek (Liddell-Scott)

δύστηνος: Δωρ. δύστᾱνος, ον, ἐλεεινός, ἄθλιος, δυστυχής, ποιητ. ἐπίθ. 1) συνήθ. ἐπὶ προσώπων, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ συνήθ. παρὰ Τραγ.· δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν Ἰλ. Ζ. 127. 2) ἐπὶ παθημάτων κ. τ. τ., μόχθος δ. Πίνδ. Π. 4. 478· θέρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1655· αἰκίαι Σοφ. Ἠλ. 511· ὄνειδος ὁ αὐτ. Αἴ. 1191· λόγοι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1346· ὄνειρος Ἀριστοφ. Βατρ. 1333· ὑπερθ. δυστανότατος Σοφ. Ἠλ. 121· καὶ ἐπίρρ. γηράσκω δυστανοτάτως Εὐρ. Ἱκέτ. 967, πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 544· ἀλλ’ οὐδὲν συγκριτ. ἀπαντᾷ ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐπὶ ἠθικῆς ἑννοίας, ἄθλιος, ἐλεεινός, ὡς τὸ Λατ. miser (ἄθλιος), π. χ. Σοφ. Ἠλ. 121, Φ. 1016. ― Σπάνιον παρὰ πεζοῖς ἂν καὶ ὁ Δημ. 421. 20 ἔχει δ. λογάρια, ἐπὶ τῆς δευτέρας σημασίας. (Τύπος τις ἄστηνος φέρεται παρὰ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Ετυμ. Μ. 159. 11. μετὰ τῆς ἑρμηνείας : ὁ δυστυχὴς καὶ πένης, παρὰ τὸ μὴ στάσιν ἔχειν, ὥστε ἡ ρίζα ὑπετέθη ὅτι εἶνε ἡ τοῦ στῆναι· ἀλλ’ οὐδεμία ἱκανοποιοῦσα ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐδόθη μέχρι νῦν· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει ἀστηνεῖ· ἀδυνατεῖ).