τορός

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορός Medium diacritics: τορός Low diacritics: τορός Capitals: ΤΟΡΟΣ
Transliteration A: torós Transliteration B: toros Transliteration C: toros Beta Code: toro/s

English (LSJ)

ά, όν, (cf. τέρε-τρον, τετραίνω)

   A piercing:    I of the voice, piercing, thrilling, Luc.Bacch.7, Alciphr.3.48; τὸ τ. τῆς φωνῆς Porph. Plot.2: metaph., τ. φόβος thrilling fear, A.Ch.32 (lyr.). Adv., τορῶς γεγωνεῖν E.lon696 (lyr.): neut. as Adv., τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν, Philostr. VS1.25.10, Her.19.12.    b of the ear, acute, fine, AP7.409 (Antip. Thess.).    c of the eye, piercing, Opp.C.1.181.    2 metaph., clear, distinct, plain, ἑρμηνεύς A.Ag.1062, cf. 616; ἔπος, μῦθος, ib. 1162(lyr.), Supp.274; τορὸν γὰρ ἥξει Id.Ag.254 (lyr.); τ. ὕμνοι dub. cj. in AP4.1.7 (Mel.); ἐρέω τι τορώτερον (cj. for τομώτερον) Call.Del. 94. Adv., ἀλλὰ τορῶς ταῦτ' ἴσθι Emp.23.11; τ. τέκμηρον, λέξω, A. Pr.604 (lyr.), 609, etc.; προυζεπίστασθαι ib.699; ἐπεξελθεῖν ib.870; ἀπαγγεῖλαι, φράσαι, Id.Ag.632, 1584; οὐκ ἴσμεν τ. E.Rh.77; ἀκούσας οὐ τ. ib.656.    II of persons, sharp, ready, smart, X.Lac.2.11 (Sup.), D.H.Rh.11.5, cj. in Call.Fr.78 (Sup.). Adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.Ra.1102 (troch.); τ. τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Pl.Tht.175e, Luc. Anach.21, Merc.Cond.35: Sup. -ώτατα Ael.NA1.43.

German (Pape)

[Seite 1130] durchdringend, durchbohrend, a) vom Auge, scharf, Opp. Cyn. 1, 183; auch durchbohrend, wild. – b) vom Ohre, scharf, seinhörend, Antp. Th. 24 (VII, 409). – c) von der Stimme, durchdringend, laut, Luc. Bacch. 7. – d) von der Rede, deutlich, verständlich, ἔπος Aesch. Ag. 1134; auch ἑρμηνεύς, 602. 1032; βραχὺς τορός θ' ὁ μῦθος, Suppl. 271; und adv., λέξω τορῶς σοι πᾶν Prom. 612, u. öfter, u. Sp.; τορῶς ἴσθι, genau, Empedocl. 92; οὐκ ἴσμεν τορῶς, Eur. Rhes. 77; τορῶς ἐς οὖς γεγωνήσομεν, Ion 695. – Uebh. stark, kräftig, rasch, Xen. Lac. 2, 12; τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν, Plat. Theaet. 175 e.

Greek (Liddell-Scott)

τορός: -ά, -όν, (ΤΕΡ, τείρω) διαπεραστικός: 1) ἐπὶ τῆς φωνῆς, διαπεραστικός, ὀξύς, Λουκ. Διόνυσος 7, Ἀλκίφρων 3. 48· τὸ τ. τῆς φωνῆς Πορφ. Βίος Πλωτίν. σ. 94· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., τορῶς γεγωνεῖν Εὐρ. Ἴων 696· «τορῶς: ἰσχυρῶς· τρανῶς· μεγαλοφώνως» Φώτ.· τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν Φιλόστρ. 542, 738· - οὕτω, τ. φόβος, τρομερός, Αἰσχύλ. Χο. 32. β) ἐπὶ τοῦ ὠτός, τὸ ἔχον λεπτήν, ὀξεῖαν αἴσθησιν, ἐς τορὸν οὖας ἔλλαχες Ἀνθ. Π. 7. 409. γ) ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαπεραστικός, ὀξύς, Ὀππ. Κυν. 1. 183. 2) μεταφορ., ὡς τὸ τρανής, καθαρός, σαφής, ἑρμηνεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, 1062· ἔπος, μῦθος αὐτόθι 1162, Ἱκέτ. 274· τορὸν γὰρ ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 253· τ. ὕμνοι πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 4, 1, 7· ἐρέω τι τορώτερον (κοινῶς τομώτερον) Καλλ. εἰς Δῆλ. 94 - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀλλὰ τορῶς τοῦτ’ ἴσθι Ἐμπεδ. 144· τ. τεκμαίρειν, λέγειν Αἰσχύλ. Πρ. 604, 609, κλπ.· προὐξεπίστασθαι αὐτόθι 699· ἐπεξελθεῖν αὐτόθι 870· ἀπαγγέλλειν, φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 632, 1584· οὐ τ. ἴσμεν Εὐρ. Ρῆσ. 77· ἀκούσας οὐ τ. αὐτόθι 656. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὀξύς, ἕτοιμος, πρόθυμος, Ξεν. Λακ. 2, 11, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συγκρ. τορώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 199. 53· ὑπερθετ. -τατα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 43.