περιστέλλω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
fut. -
A στελῶ S.Aj.1170 :—dress, clothe, wrap up, θνατὰ π. μέλη Pi.N.11.15 ; σαρκῶν π. χιτῶνι Emp.126 ; τινα Thphr.Char. 2.10 ; τοὺς πόδας Arist.Pr.868b38 ; κεφαλὴν τοῖς κόλποις Plb.21.38.5 ; χλαμυδίῳ π. ἑαυτόν Plu.Pyrrh.11 ; ἔπηξα δ' αὐτὸν εὖ περιστείλας I planted the sword wrapping it well with earth, i. e. planted it firmly, S.Aj.821 :—Med., wrap oneself up, Hp.Epid.3.17.ιέ :—Pass., to be wrapped up, περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Arist.Pr.866a25. b Rhet., employ compression, δεῖ π. καὶ μὴ περιουσιάζειν Corn.Rh.p.396 H. c cut down, retrench :—hence in Pass., to be dispensed with, περιέσταλται ἡμῖν πᾶν τὸ τῆς δέσεως τῶν περιτρήτων Ph.Bel.62.28. 2 lay out a corpse, Od.24.293, Hdt.2.90, 6.30, S.Ant.903, E.Or.1066, Men.325.12, etc. (also τάφον π. S.Aj.1170); simply, bury, Pl.Hp.Ma.291e, AP 7.613 (Diog. Episc.), etc. II Medic., in Pass., to be contracted round, κοιλίης περιστελλομένης ἀμφὶ τὸ ἔμβρυον Hp.Mul.1.34 ; [ἡ γαστὴρ] περισταλεῖσα τοῖς ἐνυπάρχουσι Gal.UP4.7 ; τοῖς σιτίοις Id.7.67, cf. 8.440. III metaph., wrap up, cloak, cover, τἄδικ' εὖ π. E.Med.582 ; τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, etc., Plb.30.4.14, Plu.2.47d, etc.; αἰσχρορρημοσύνην Phld.Rh.1.175 S. b ἐμαυτὸν περιστέλλων putting on a grave countenance, Aen.Gaz.Ep.12. c c. dupl. acc., conceal something from, τινά τι Phld.Lib.p.20 O. 2 protect, defend, ἀλλήλους Hdt.9.60 ; πόλισμα Id.1.98 ; π. τοὺς νόμους maintain the laws, Id.2.147, cf. 3.31 ; τὸ τοιοῦτο (sc. monarchy) ib.82 ; τὸ μὴ ἄναρχον A. Eu.697 ; εὖ π. αὐτὰ δαίμονες S.Ph.447 ; τὰ πάτρια D.24.139; [τὸν Ἐπίκουρον] Phld.Mort.27 :—Pass., περισταλεὶς ὑπὸ τῆς τῶν Ἀχαιῶν πρᾳότητος Plb.2.60.4. 3 attend to, cherish, ἀοιδάν Pi.I.1.33 ; ἔργα Theoc.17.97 ; ταῦτα κοσμεῖν καὶ περιστέλλειν D.36.47. 4 Med., τὰ σὰ περιστέλλου κακά attend to your own ills, E.HF1129. 5 Med., withdraw from society, Archig. ap. Aët.13.120.
German (Pape)
[Seite 593] umkleiden, übh. umhüllen, θνατὰ περιστέλλων μέλη, Pind. N. 11, 15; einkleiden, ausputzen, bes. eine Leiche, die zur Schau gestellt werden soll, schmücken, οὐδέ ἑ μήτηρ κλαῦσε περιστείλασα, Od. 24, 293; Her. 6, 30; dah. eine Leiche bestatten, τὸ σὸν δέμας περιστέλλουσα, Soph. Ant. 894; τάφον περιστελοῦντε, Ai. 1149; vgl. Eur. Or. 1066 u. öfter; χερσὶν περισταλέντες ὧν ἐχρῆν ὕπο, Troad. 390; Sp., wie Diogen. (VII, 613); in Prosa, wie Plat. Hipp. mai. 291 d; S. Emp. pyrrh. 3, 226. – Uebh. besorgen, pflegen; ἀοιδάν, Pind. I. 1, 3; Aesch. Eum. 667; vgl. Soph. Ai. 808; εὖ περιστέλλουσιν αὐτὰ δαίμονες, Phil. 445, Schol. erkl. περικαλύπτειν; vgl. noch Theocr. 15, 75. 17, 97.; und Her. ἓν πόλισμα ποιήσασθαι καὶ τοῦτο περιστέλλοντας τῶν ἄλλων ἧσσον ἐπιμέλεσθαι, 1, 98; bewahren, beschützen, νόμον 3, 31, τὰ σφέτερα νόμαια 4, 80, ἀλλήλους 9, 60; τὰ πάτρια, Dem. 24, 139; Pol. vrbdt περιστέλλειν τι τοῖς κόλποις, 22, 21, 10; verdecken, ἁμαρτήματα, 30, 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέλλω: μέλλ. -στελῶ, ἐνδύω, περιβάλλω, περιτυλίσσω, θνατὰ π. μέλη Πινδ. Ν. 11. 20· τοὺς πόδας Ἀριστ. Προβλ. 2. 26· χλαμυδίῳ π. ἑαυτὸν Πλουτ. Πύρρ. 11· ἔπηξα δ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν σφαγέα = τὸ ξίφος) εὖ περιστείλας, μετὰ προσοχῆς στερεώσας, Σοφ. Αἴ. 821· ― Μέσ., περικαλύπτω ἐμαυτόν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1115· ― Παθ., περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ πράγματος ὅπερ τυλίσσεται πέριξ τινός, ἀμφί τι Ἱππ. 603. 9. 2) ἐνδύω, περικαλύπτω νεκρόν, Λατ. componere, Ὀδ. Ω. 293, Ἡρόδ. 2. 90., 5. 30, Σοφ. Ἀντ. 903, Εὐρ., κλ.· (ὡσαύτως, π. τάφον Σοφ. Αἴ. 1171)· καὶ ἁπλῶς, θάπτω, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 291D, Ἀνθ. Π. 7. 613. ΙΙ. μεταφορ., περικαλύπτω, σκεπάζω, τἄδικ’ εὖ π. Εὐρ. Μήδ. 582· τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, κτλ., Πολύβ. 30. 4, 14, Πλούτ. 2. 47D, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὰ σὰ περιστέλλου κακὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1129. 2) φροντίζω περί τινος, ὑπερασπίζω τι, προφυλάττω, ἀλλήλους Ἡρόδ. 9. 60, πόλισμα 1. 98· π. τοὺς νόμους, διατηρῶ, 2. 147, πρβλ. 3. 31· τὸ ἐλευθεροῦσθαι 3. 82· τὸ μὴ ἄναρχον Αἰσχύλ. Εὐμ. 697, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 447· τὰ πάτρια Δημ. 744. 4· ― περιποιοῦμαι, ἐπιμελῶς καλλιεργῶ, ἀοιδὰν Πινδ. Ι. 1. 47· ἔργα Θεόκρ. 17. 97· ταῦτα κοσμεῖν καὶ περιστέλλειν Δημ. 958. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστέλλει· καλύπτει. συστέλλει. κοσμεῖ. σκέπει. φυλάττει. περιβάλλει», καὶ «περιστείληται· περικαλύψηται».