τραγῳδία
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
ἡ, (τραγῳδός)
A tragedy, Ar.Ach.464, al., And.4.23, Arist. Po.1447a13, etc.; τ. ποιεῖν compose a tragedy, Ar.Ach.400, etc.; κωμῳδίαν καὶ τ. ποιοῦντες Pl.R.395a; τραγῳδιῶν ποιηταί OGI51.31 (Egypt, iii B. C.), cf. SIG 1079.3 (Magn. Mae., ii/i B. C.); ποιητὴς τραγῳδιῶν IG22.1132.38 = SIG 399.34 (Decr. Amphict., iii B. C.), OGI352.7 (Athens, ii B. C.), IG7.3197.28 (Orchom. Boeot.); π. τραγῳδίας ib. 416.27 (Oropus, i B. C.); τραγῳδίας διδάσκειν (cf. διδάσκω 111) D.L.1.59; τραγῳδίᾳ διδάξαντα τὴν Μιλήτου ἅλωσιν Plu.2.814b; ὀκτὼ τ. διαγωνίσασθαι to act in eight tragedies, ib.785c; τῇ τ. νικᾶν Pl.Smp.173a; expld. as 'goatsong', because a goat was the prize, Marm.Par.58, Sch.Hermog. in Rh.Mus.63.150; other explanations in EM764.1: cf. τρυγῳδία. 2 in a simile, μίμησις τοῦ καλλίστου καὶ ἀρίστου βίου, ὃ δή φαμεν . . ὄντως εἶναι τραγῳδίαν τὴν ἀληθεστάτην Pl.Lg.817b; ἡ τοῦ βίου τ. καὶ κωμῳδία Id.Phlb.50b. II generally, any grave, serious poetry, opp. κωμῳδία, hence Homer is called a writer of tragedy, Id.Tht.152e; cf. τραγικός, τραγῳδοποιός. 2 an exaggerated speech, Hyp.Lyc.12 (prob.l.), Eux.26: hence of descriptions of horrors, Plb.6.56.11, D.S.19.8, etc. 3 outward grandeur, pomp, Plu.Demetr.41, Arat.15, Ps.-Zaleuc. ap. Stob.4.2.19(pl.), Luc.Gall. 24; τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασιπροσποιητήν D.H.6.70.
German (Pape)
[Seite 1133] ἡ, Tragödie, Trauerspiel, eigtl. Bocksgesang, entweder weil die älresten Tragödien bei einem Bocksopfer aufgeführt wurden, oder weil ein Bock der Lohn des Sieges war, oder nach Andern gar, weil die Darsteller sich mit Bocksfellen bekleideten; Ar, Plat. Rep. III, 394 c u. A. – Das Tragödienspielen, Luc. conscr. hist. 1. – Uebh. jedes ernste, erhabene Gedicht, wie die homerischen Gesänge, Ggstz der Comödie, Plat. Theaet. 153 e. – Uebertr., eine tragische, bes. pomphafte Erzählung, Darstellung, Pol. 6, 56, 11; gew. mit tadelnder Nebenbedeutung, Luc. Alex. 12; auch von den pomphaften Reden u. Grundsäven der Philosophen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῳδία: ἡ, (τραγῳδὸς) ἡρωϊκὸν δρᾶμα ὅπερ ἐπενόησαν οἱ Δωριεῖς Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5), καὶ ὅπερ παρ’ αὐτοῖς εἶχε λυρικὸν χαρακτῆρα (τραγικοὶ χοροὶ Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. Bentl. Phal. σελ. 285 κἑξ.)· ἔπειτα μετεφυτεύθη εἰς Ἀθήνας, ἔνθα καὶ βαθμηδὸν ἀναπτυχθὲν προσέλαβε τὴν τελείαν δραματικὴν μορφήν, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14 κἑξ.· ― τρ. ποιεῖν, συνθεῖναι τραγῳδίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, κλπ.· διδάσκειν (ἴδε ἐν λ. διδάσκω)· ὀκτὼ τραγῳδίας διαγωνίσασθαι Πλουτ. 2. 785C· τῇ τρ. νικᾶν Πλάτ. Συμπ. 173Α· ― Ἡ λέξις πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, 564, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀνδοκ. 32. 14. Τὸ ὄνομα κυρίως σημαίνει τράγων ᾠδήν, ἐκ τῶν τράγων εἰς οὓς διεσκευάζοντο οἱ τραγῳδοῦντες, ὡς παριστῶντες τὴν ἀκολουθίαν τοῦ θεοῦ Διονύσου, ἢ ἐκ τοῦ τράγου, ὃς ἐδίδετο ὡς ἔπαθλον εἰς τὸν νικητήν, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2374. 58, Bentl. εἰς Φάλαρ. σ. 209, 292, Christ. Ἑλλην. Λογοτεχν. (Μεταφρ. Κώνστα) τόμ. 1, σελ. 350, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ., πρβλ. καὶ τρυγῳδία. ΙΙ. καθόλου, πᾶσα σοβαρὰ ἢ σπουδαία ποίησις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κωμῳδίαν, ὅθεν ὁ Ὅμηρος καλεῖται ποιητὴς τραγῳδίας, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, πρβλ. Πολ. 605C. 2) παρ’ Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Λυκόφρ. 10 (πιθαν. γραφ.), λόγος ὑπερβολικὸς γινόμενος ἐκ μέρους κατηγόρου, ἴδε Babington ἐν τόπῳ, πρβλ. τὸν αὐτ. Ὑπὲρ Εὐξενίππου 37, Κικ. d. Orat. 1. 219, 2. 205· οὕτως ἐπὶ τραγικῶν μυθευμάτων καὶ τοιούτων, Πολύβ. 6. 56, 11, Διόδ. 19. 8, Πλουτ. Δημήτρ. 41, Ἄρατ. 15, κλπ.· ― καθόλου, πομπή, ἐπίδειξις, Ψευδοζάλευκ. ἐν Bentl. Φαλάρ. 353, Λουκιανοῦ Ἐνύπν. 24· τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητὴν Διον. Ἁλ. 6. 70. 3) συμβὰν λυπηρόν, τραγικόν, ὃ δή φαμεν... ὄντως εἶναι τραγῳδίαν Πλάτ. Νόμ. 817Β· ἡ τοῦ βίου τρ. καὶ κωμῳδία ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50Β. 4) ᾆσμα, Βoiss. Ἀνέκδ. 4. 411, 892.