ἐχέγγυος

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέγγῠος Medium diacritics: ἐχέγγυος Low diacritics: εχέγγυος Capitals: ΕΧΕΓΓΥΟΣ
Transliteration A: echéngyos Transliteration B: echengyos Transliteration C: echeggyos Beta Code: e)xe/gguos

English (LSJ)

ον,

   A having given or able to give security, trustworthy, secure, δόμοι E.Med.387; λόγος Id.Andr.192; ποιεῖν δόσιν ἐ. Id.Ph. 759; ζημία ἐ. a penalty to be relied on (for the prevention of crime), Th.3.46; φρουρά D.H.2.37: Comp. -ώτερος Them.Or.26.321d: Sup. -ώτατος, μάρτυς Ath.9.398f; τὸ τῆς φρουρᾶς ἐ. security, Hdn.2.13.8; ἐ. πρὸς ἀσφάλειαν, εἰς σωτηρίαν, Plu.2.595 f, 1055b: c.gen., σωφροσύνης τρόπος οὗτος ἐ. AP10.56.11 (Pall.); ἀπορρήτων ἐ. safe to be entrusted with secrets, Plu.Publ.4; ἀξίωμα ἐ. πρὸς ἡγεμονίαν equal to command, Id.Per.37, cf. Hdn.3.13.4: c. inf., sufficiently strong to... Plu.Aem. 8, 2.923c; οὐκ ἐ. πρὸς τὸ ἀριθμεῖν not sufficient justification for counting... Longin. ap. Porph.Plot.20.    II Pass., having received a pledge, secured against danger, ἱκέτης S.OC284.

German (Pape)

[Seite 1124] 1) Bürgschaft leistend, zuverlässig, sicher, von Menschen, ἀποῤῥήτων τηλικούτων, dem man so wichtige Geheimnisse anvertrauen kann, Plut. Popl. 4; οὐκ ὢν c. inf., der nicht verbürgt, verheißt Etwas zu thun, einer Sache nicht gewachsen ist, Aem. Paul. 8; ἐχεγγυώτατος μάρτυς Ath. IX, 398 f; gewöhnlicher von Sachen, worauf man trauen darf, δόμοι Eur. Med. 397, λόγος Andr. 192; τὴν δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν, beftätigeu, Phoen. 759; τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύῳ πιστεύειν, Schol. βεβαίῳ, ἰσχυρᾷ, Thuc. 3, 46; so oft bei Sp,.; πρός τι, für Etwas bürgend, Plut. Pericl. 37 u. sonst; πίστις τῆς σωτηρίας ἐχἐγγυος, die Rettung verbürgend, D. Cass.; Pallad. 5 (X, 56) σωφροσύνης τρόπος οὗτος ἐχέγγυος; Hdn. 2, 13, 16. – 2) dem eine Bürgschaft geleistet wird, daß ihm Nichts widerfahren soll, ἱκέτης Soph. O. C. 285. – Adv. ἐχεγγύως, Schol. Aesch. Pers. 237.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέγγυος: -ον, ὁ δοὺς ἢ δυνάμενος νὰ δώσῃ ἐγγύησιν, ἀξιόπιστος, ἀσφαλής, δόμοι Εὐρ. Μήδ. 388· λόγος ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 192· ποιεῖν τι ἐχέγγυον, Λατ. ratum facere, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 759· ζημία ἐχέγγυος, ποινὴ ἐφ’ ἧς δύναταί τις νὰ βασισθῇ (ὡς πρὸς τὸν περιορισμὸν ἢ τὴν πρόληψιν τῶν κακουργημάτων), Θουκ. 3. 46· ἐχεγγυώτατος μάρτυς Ἀθήν. 398F· τὸ ἐχέγγυον, ἐγγύησις, ἀσφάλεια, Ἡρόδ. 2. 13· ἐχέγγυος πρὸς ἢ εἴς τι Πλούτ. 2. 595F, 1055Β· μετὰ γεν., σωφροσύνης τρόπος οὗτος ἐχέγγυος Ἀνθ. Π. 10. 56· ἀπορρήτων ἐχ., εἰς ὃν ἀσφαλῶς δύναταί τις νὰ ἐμπιστευθῇ μυστικά, Πλουτ. Ποπλικ. 4· ἀξίωμα ἐχέγγυον πρὸς ἡγεμονίαν, ἀνάλογον πρὸς τὴν ἡγεμον., ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 37, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 3. 13· μετ’ ἀπαρ., ἱκανῶς ἰσχυρῶς ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ…, Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. 2. 923C. II. Παθ., ἀλλ’ ὥσπερ ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον, ὑπὸ τὴν σὴν ἐγγύησιν, προστασίαν, Σοφ. Ο. Κ. 284.