σημάντωρ

From LSJ
Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημάντωρ Medium diacritics: σημάντωρ Low diacritics: σημάντωρ Capitals: ΣΗΜΑΝΤΩΡ
Transliteration A: sēmántōr Transliteration B: sēmantōr Transliteration C: simantor Beta Code: shma/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (

   A σημαίνω 11) one who gives a signal, leader, commander, Il.4.431, cf. Od.19.314; of a horse, driver, Il.8.127; of a herd, herdsman, 15.325, Q.S.13.74; θεῶν σ., of Zeus, Hes.Sc.56; σ. ἄνδρες h.Ap.542; ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σ., of the subordinate officers, Hdt.7.81.    2 informer, guide, S.OT 957 (v.l. σημήνας) ; παγίδων σημάντορα φελλόν indicator of the nets, AP6.27 (Theaet.); μόλιβον, σελίδων σ. πλευρῆς (v. σελίς 11), ib.62 (Phil.), cf. 64 (Paul. Sil.).    II later as Adj., even in fem., σημάντορι φωνῇ Nonn.D.37.551; σ. καπνῷ Tryph.237.

German (Pape)

[Seite 874] ορος, ὁ, der ein Zeichen, einen Befehl giebt, wie σημαντήρ; dah. Anführer, Gebieter, Herr; insbes. der Herr des Rosses, Rosselenker, Il. 8, 127; der Herr, Hüter der Heerde, Hirt, 15, 325; θεῶν σημάντωρ heißt Zeus bei Hes. Sc. 56; σημάντορες ἄνδρες, H. h. Ap. 542; der Anzeigende, der Bote, αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γενοῦ, Soph. O. R. 957; bei Her. 7, 81 Unterbefehlshaber; öfter bei sp. D., die es ganz adjectivisch brauchen, Wern. Tryph. 237.

Greek (Liddell-Scott)

σημάντωρ: -ορος, ὁ, (σημαίνω ΙΙ) ὁ δίδων τὸ σημεῖον, τὸ σύνθημα, ἀρχηγός, στρατηγός, Ἰλ. Δ. 431, πρβλ. Ὀδ. Τ. 314· ἐπὶ ἵππου, ἱππηλάτης, ἔφιππος, Ἰλ. Θ. 127· ἐπὶ ἀγέλης, βουκόλος, Ο. 325· ὁ Ζεὺς καλεῖται θεῶν σ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 56· σημάντορες ἄνδρες Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 542· ἐθνέων ἔσαν ἄλλοι σημάντορες, ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων ἀξιωματικῶν, Ἡρόδ. 7. 81. 2) ὁ ἀναγγέλων τι, ὁδηγός, διάφ. γραφ. παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 957· παγίδων σ. φελλός, ὁ δεικνύων τὰ δίκτυα, Ἀνθ. Π. 6. 27· μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς (ἴδε σελὶς ΙΙ), αὐτόθι 62, πρβλ. 64. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ὡς ἐπίθετον, ἔτι καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σημάντορι φωνῇ Νόνν. Δ. 37. 551, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 237. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημάντορες· ἐπιτάκτορες, βασιλεῖς. ἡγεμόνες. ἀπὸ τοῦ σημαίνειν, ὅ ἐστι προστάσσειν· ἡνίοχοι. ἐπιστάται».