συμμεταβάλλω

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβάλλω Medium diacritics: συμμεταβάλλω Low diacritics: συμμεταβάλλω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: symmetabállō Transliteration B: symmetaballō Transliteration C: symmetavallo Beta Code: summetaba/llw

English (LSJ)

   A change along with, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις AP15.46.4; ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Plu.Luc.39, cf. Gal. 15.734; σ. τοὺς τόπους exchange places simultaneously, Arist.Mete.358b33 (Ald.); σ. τὰς χώρας change their places of abode, Plu.2.424e, cf. Jul.Or.1.13d; τὸ γένος change its gender, A.D.Adv. 184.3:—Med., change sides and take part with, τινι Aeschin.3.165, cf. Luc.Epigr.14.4.    II intr. in Act., change with or together, Arist.GA716b4, MA702b23, EN1100a28, Str. 10.2.12, Ph.1.276.

German (Pape)

[Seite 981] auch im med. (s. βάλλω), mit od. zugleich umwerfen, umändern, τὰς διαίτας ταῖς ὥραις, Plut. Lucull. 39; pass. sich mit verändern, anderes Sinnes werden, Aesch. 3, 165, Strab. 10, 2, 12, Plut. Symp. 8, 9, 3 Luc. Dem. encom. 46.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβάλλω: μεταβάλλω ὁμοῦ, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις Ἀνθ. Π. 15. 46, ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Πλουτ. Λούκουλ. 39· σ. τοὺς τόπους, ἀνταλλάσσω συγχρόνως θέσιν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32· σ. τὰς χώρας, ἀνταλλάσσω κατοικίαν, Πλούτ. 2. 424F. ― Παθ., μεταβάλλω θέσιν καὶ λαμβάνω μέρος μετά τινος, τινι Αἰσχίν. 77. 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 35, 4. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργητ., μεταβάλλομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι ἢ ἀπολ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 8, π. Ζ. Κινήσ. 9, 3, Ἠθικ. Νικ. 1. 10. 5.