ὑβριστικός
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ή, όν,
A given to wantonness, insolent, outrageous, of persons, Pl.Cra.396b, etc.; of words, acts, etc., ἔπος Id.Phdr.252b; ὑ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολή Aeschin.3.238; ὑ. διάθεσις Arist.Rh.1385b31; ὑ. ἀδικήματα such as proceed from wanton insolence, ib.1391a19; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες Pl.Plt.307b; παθὼν ὑ. καὶ δεινά D.45.1; ὃ καὶ -κώτατον συμβέβηκεν Id.17.23: τὸ -κόν an insolent disposition, X.Mem.3.10.5: τὰ Ὑ., name of a festival at Argos, Plu.2.245e. Adv. -κῶς Pl.Chrm.175d, X.Cyr.8.1.33 (v.l.), etc.; -κῶς διακεῖσθαι Lys.Fr.53.3: Comp. -ώτερον D.22.54. 2 metaph., of vines, wanton, luxuriant, Thphr.CP3.15.4. II of or relating to an outrage, διήγησις D.H.Dem.11.
German (Pape)
[Seite 1170] zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur ὕβρις, im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – διήγησις ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβριστικός: ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, θρασύς, αὐθάδης, βίαιος, ἀλαζονικός, ἀχαλίνωτος, ἀκόλαστος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. διάθεσις Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, αὐτόθι 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, διάθεσις ὑβριστική, ἀλαζονική, αὐθάδης, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, ἑορτή τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι πρός τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀμπέλων, ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, διήγησις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.