ἀμείνων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, irreg. Comp. of ἀγαθός,
A better: I of persons, stouter, stronger, braver, freq. Hom., etc.: μέγ' ἀ. Il.22.158; πολλὸν ἀ. Hes.Op.19: c. acc. vel inf., ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Il.15.641, cf. Hes.Op.445, A.Pr.337, etc.; οἱ ἀμείνονες the better sort, Pl.Lg.627a. II of things, ὀμίχλην νυκτὸς ἀμείνω Il.3.11; esp. from Hom. downwds., ἄμεινόν [ἐστι] 'tis better, either c. inf., ἐπεὶ πείθεσθαι ἄ. Il.1.274, cf. S.El.1238, etc.; or ἄμεινόν ἐστι or γίγνεταί τινι c. part., εἴ σφι ἄμεινον γίγνεται τιμωρέουσι if it is good for them to assist, Hdt.7.169, cf. Th.1.118, 6.9: abs., εἰ τό γ' ἄ. Il.1.116; βουλοίμην . . εἴ τι ἄ. καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοί Pl.Ap.19a; freq. with neg., οὐ γὰρ ἄ. 'twere better not, Hes.Op.750, Hdt.1.187; εἰρήσεται γάρ, εἴτ' ἄ. εἴτε μή D.21.198. 2 neut. as Adv., ἄ. πρήσσειν to fare better, Hdt.4.156 sq., etc.; συνήνεικεν Ἀθηναίοις ἐπὶ τὸ ἄ. Decr. ap. And.1.77, cf. Orac. ap. D.43.86; τὰ ἀμείνω φρονέειν choose the better part, Hdt.7.145; τοῖσι τὰ ἀ. ἑάνδανε Id.9.19. III Adv. ἀμεινόνως Ar.Fr.340. IV new Comp. ἀμεινότερος, α, ον, formed from ἀμείνων, Mimn.14.9, Poet. ap. Phld. Rh.2.61S.<
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείνων: -ον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, = καλλίτερος (ἴδε ἐν τέλ.): Ι. ἐπὶ προσώπ., ἱκανώτερος, εὐρωστότερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, συχν. παρ’ Ὁμήρ. κτλ.: οἱ ἀμείνονες, οἱ καλλίτεροι, ἀξιώτεροι, Λατ. optimates, Πλάτ. Νόμ. 627Α: ἴδε ἐν λέξ. ἀγαθός. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλλίτερος, ἁρμοδιώτερος, Ἰλ. Α. 116, 274, Γ. 11· μέγ’ ἀμ. Ἰλ. Χ. 158, κτλ.: πολλὸν ἀμ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 19: μετ’ αἰτ. ἢ ἀπαρεμφ. ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Ἰλ. Ο. 641, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 443. Αἰσχύλ. Πρ. 335, κτλ. 2) ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ἄμεινόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον ἢ ἁπλῶς, εἶναι καλόν: μετ’ ἀπαρεμφ. ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον Ἰλ. Α. 274. οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἢ, ἄμεινόν ἐστι ἢ γίγνεταί τινι μετὰ μετοχῆς εἴ σφι ἄμεινον γίνεται τιμωρέουσι, ἂν εἶναι καλὸν δι’ αὐτοὺς νὰ βοηθήσωσι, Ἡροδ. 7. 169, πρβλ. Θουκ. 1. 118., 6. 9: - οὕτω καὶ ἀπολ. εἰ τό γ’ ἄμεινον Ἰλ. Α.116, Ἡρόδ. 1. 187· βουλοίμην... εἴ τι ἄμεινον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ Πλάτ. Ἀπολ. 19Α· συχν. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἄμεινον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν (Ὀδ. Η. 159)· οὐ μέντοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 750, Ἡρόδ. 1.187· εἰρήσεται γάρ, εἴτ’ ἄμεινον εἴτε μή, Δημ. 578. 12. 3) οὐδ. ὡς ἐπίρρ. ἄμ. πρήσσειν, «ζῶ ἢ περνῶ» καλλίτερα, Ἡρόδ. 4.156, κἑξ. κτλ.: οὕτως, ἔστι τινὶ ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Ψήφ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 35, πρβλ. μαντείαν παρὰ Δημ. 1072. 15: ὡσαύτως, τὰ ἀμείνω φρονεῖν, συγκαταλέγεσθαι μετὰ τῆς καλῆς μερίδος (τῶν Ἑλλήνων), Ἡρόδ. 7.145· τοῖσι τὰ ἀμ. ἐάνδανε ὁ αὐτ. 9.19. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀμεινόνως εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321. IV. ἕτερον συγκριτικὸν ἀμεινότερος, α, ον, ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἀμείνων ἀπαντᾷ παρὰ Μιμνέρμ. 13. 9, καὶ παρ’ Ἀνων. ἐν Φίλων: 2. 500. [Ἡ ἀρχικὴ ῥίζα ἴσως διετηρήθη ἑν τῷ παλαιῷ Λατ. manus = (bonus), ὁπόθεν τὸ mane (= ἐγκαίρως), Mānes (ἀγαθὰ πνεύματα, αἱ σκιαὶ τῶν τεθνεώτων), im-mānis].
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἀγαθός;
meilleur, plus fort, plus brave, plus vertueux, plus précieux ; ἄμεινόν ἐστι ou simpl. ἄμεινον avec l’inf. il vaut mieux ; abs. εἰ τό γ’ ἄμεινον si toutefois cela vaut mieux.
Étymologie: cf. lat. melior.