ἐνέπω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέπω Medium diacritics: ἐνέπω Low diacritics: ενέπω Capitals: ΕΝΕΠΩ
Transliteration A: enépō Transliteration B: enepō Transliteration C: enepo Beta Code: e)ne/pw

English (LSJ)

lengthd. ἐννέπω, both forms in Hom. and Pi. (

   A ἐνν- P.9.96, ἐν- N.6.59), ἐνν- Sapph.Supp.4.2; in Trag. only ἐνν-, exc.    E in lyr., as Hipp.572,580 (anap.), Heracl.95 (lyr.), al.: pres. is used by Hom. only in imper. ἔννεπε, opt. ἐνέποιμι Od.17.561, part. ἐνέπων, also 3sg. impf. ἔννεπε; pres. ind. not before Pi. ll. cc.; inf. Boeot. ἐνέπιν Corinn.Supp.2.73: impf. ἤνεπον Pi.N.10.79, Oall.Fr. 1.58P.: aor. 2 ἔνισπον, ἔνισπες Il.24.388, ἔνισπε 2.80; imper. ἐνίσπες Il.11.186, 14.470, Od.3.101, A.R.1.487, ἔνισπε Od.4.642, A.R.3.1; subj. ἐνίσπω Il.11.839; opt. ἐνίσποις, -οι, Od.4.317, Il.14.107; inf. ἐνισπεῖν Od.4.323: fut. ἐνισπήσω 5.98, ἐνίψω 2.137, al. Pres. ἐνίσπω in later Poets, as Nic. Th.522, D.P.391:—tell or tell of, Διὸς δέ σφ' ἔννεπε μῦθον Il.8.412; τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες 11.186; νημερτέα πάντ' ἐνέποντα Od.17.549; εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις if thou couldst tell me any tidings of my father, 4.317; ἄνδρα μοι ἔννεπε tell me the tale of... 1.1; τίς . . ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα Il.2.761; μνηστήρων . . θάνατον καὶ κῆρ' ἐνέπουσα Od.24.414: abs., tell news or tales, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε 23.301, cf. S.El.1439 (lyr.): freq. in Tragg., who use ἐννέπω as a pres. to the aor. εἰπεῖν (aor. ἔνισπον only in imper. ἔνισπε A.Supp.603, inf. ἐνισπεῖν E.Supp.435); ἐνν.τινὶ ὅτι . . S.El.1367.    2 simply, speak, μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων Hes.Op. 194, cf. A.Ch.550; πρὸς τίν' ἐννέπειν δοκεῖς; S.Tr.402.    3 c. acc. et inf., bid one do so and so, Pi.P.9.96, S.OT350, OC932.    4 call, name, ἀγώνων, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς Pi.N.6.59; ἐνν. τινὰ δοῦλον E.HF270.    5 address, accost, τινά S.Aj.764. (In Hom. ἐνέπω, ἐννέπω, ἐνισπεῖν (Subst. ἐνοπή), = tell, relate; ἐνίπτω and ἐνίσσω (qq. vv., cf. ἐνῑπή), reprove, upbraid; Pi. and later Ep. used ἐνίπτω, = ἐνέπω.) (For the root, v. ἔσπον.)

German (Pape)

[Seite 838] u. ἐννέπω (εἰπεῖν, vgl. Buttm. Lexil. I p. 279 ff), im praes.; bei Hom. optat., imperat. u. part. praes.; Pind. N. 3, 72 u. sp. D., wie Ep. ad. 52 (V, 100); ansagen, erzählen, μῦθον, νημερτέα πάντα, Il. 8, 412 Od. 17, 549; ὄσσα μνηστήρων θάνατον καὶ κῆρ' ἐνέπουσα 24, 414; ἄνδρα μοι ἔννεπε, sage den Mann mir an, verkünde mir vom Manne, 1, 1; Pind. u. Tragg. (stets ἐννέπω); τοὔνειρον Aesch. Ch. 543; anreden, τινὰ μύθοισι σκολιοῖς Hes. O. 192; Soph. Ai. 751; τινὰ δοῦλον, Einen einen Sklaven nennen, Eur. Herc. fur. 270; gleichbedeutend dem einfachen εἰπεῖν, ohne Casus, Il. 2, 761 Od. 23, 301; φρονούντως πρὸς φρονοῦντας Aesch. Suppl. 201; σαφέστερον 908; πρός τινα Soph. Tr. 401 u. öfter, wie Eur.; auch Azionic. Ath. VIII, 342 (v. 7); – ἄγειν τινά, befehlen, Soph. O. C. 936; das fut. ἐνισπήσω u. ἐνίψω wie den aor. ἐνισπεῖν s. unter ἐνίσπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέπω: καὶ ἐν ἐπιτάσει, ἐννέπω, ἀμφότεροι οἱ τύποι παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. Ποιηταῖς μόνον τὸ δεύτερον, ἐξαιρουμένων τῶν λυρικῶν χωρίων τοῦ Εὐρ., ὡς Ἱππολ. 573, 580, Ἡρακλ. 96, κλ. Ὁ ἐνεστ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ τὴν προστ. ἔννεπε, τὴν εὐκτ. ἐνέποιμι (Ὀδ. Ρ. 561), τὴν μετοχ. ἐνέπων, καὶ τὸ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. ἔννεπε· ἡ ὁριστ. τοῦ ἐνεστ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Πινδ. Εἰς ταῦτα προσθετέον τὸν ἀόρ. β΄ ἔνισπον, οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἔνισπες (Ἰλ. Ω. 388), τὸ ἔνισπε ἢ -εν (Β. 80, Ζ. 438), τὴν προστακτ. ἐνίσπες κατὰ τὸ σχές, θές), (Λ. 186, Ξ. 470, Ὀδ. Γ. 101), ἀλλ’ ἔνισπε (Δ. 642), ὑποτακτ. ἐνίσπω (Ἰλ. Λ. 839), εὐκτ. ἐνίσποις, οι (Ὀδ. Δ. 317, Ἰλ. Ξ. 107), ἀπαρεμφ. ἐνισπεῖν (Ὀδ. Δ. 323): μέλλ. ἐνισπήσω (Ε. 98) καὶ ἐνίψω (ἴδε ἐν τέλει). Ἐνεστώς τις ἐνίσπω εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις Ποιηταῖς ὡς Διον. Π. 391, Νικ. Θηρ. 522· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις οἱ τύποι οἱ συνήθως ἀναφερόμενοι εἰς τὸ ἐνίσπω ἀνήκουσιν εἰς τὸν ἀόρ. β΄. Πιθαν. τὸ ἐνέπω εἶναι ἐκτεταμένος μόνον τύπος τοῦ *ἔπω, εἰπεῖν (ἴδε ἐν τέλει), λέγω, διηγοῦμαι, Διὸς δὲ σφ’ ἔννεπε μῦθον Ἰλ. Θ. 412· τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες Λ. 186· νημαρτέα πάντ’ ἐνέποντα Ὀδ. Ρ. 549· εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις, ἂν θὰ ἠδύνασο νὰ μοὶ εἴπῃς ἀγγελίαν τινὰ περὶ τοῦ πατρός μου, Δ. 317· ἄνδρα μοι ἔννεπε, εἰπέ μοι τὴν ἱστορίαν τοῦ..., Α. 1· τίς τ’ ἂρ τῶν ὄχ’ ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα Ἰλ. Β. 761· μνηστήρων... θάνατον καὶ κῆρ’ ἐνέπουσα Ὀδ. Ω. 414· ἀπολ., διηγοῦμαι, ἐξιστορῶ, τερπέσθην μύθοισι, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε. ἡ μὲν ὅσ’ ἐν μεγάροισιν ἀνέσχετο... αὐτὰρ ὁ διογενὴς Ὀδυσεὺς ὅσα κήδε’ ἔθηκεν ἀνθρώποις Ὀδ. Ψ. 301 κἑξ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1439: ― συχν. παρὰ Τραγ. οἵτινες μεταχειρίζονται τὸ ἐννέπω ὡς ἐνεστ. τοῦ ἀορ. εἰπεῖν (ὁ ἀόρ. ἔνισπον ἀπαντᾷ μόνον κατὰ προστακτ. ἐνίσπε Αἰσχύλ. Ἱκ. 603, ἀπαρεμφ. ἐνισπεῖν Εὐρ. Ἱκ. 435)· σφῷν δ’ ἐννέπω γε τοῖν παρεστώτοιν ὅτι Σοφ. Ἠλ. 1367. 2) ἁπλῶς ὁμιλῶ, μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων Ἡσ. Ἕργ. κ. Ἡμ. 192· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 550, Σοφ. ἐν Τραχ. 402. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγω, παραινῶ, κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρόν... καλὰ ῥέζοντ’ ἔννεπεν Πινδ. Π. 9. 171· ὁ μὲν γὰρ (πατὴρ) αὐτὸν ἐννέπει· τέκνον, κτλ., Σοφ. Αἴ. 764· κλαίω, Ο. Τ. 350, Ο. Κ. 932. 4) καλῶ, ὀνομάζω, τοὺς ἐνέπεσιν ἱερούς, οὓς καλοῦσιν ἱερούς, Πινδ. Ν. 6. 102· ἐνν. τινὰ δοῦλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 270. 5) = προσεννέπω, προσαγορεύω, Σοφ. Αἴ. 764. Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λέξει ἀνήνοθεν 15 κἑξ., ἀποδεικνύει ὅτι παρ’ Ὁμήρ. οἱ τύποι ἐνέπω, ἐννέπω, ἐνισπεῖν (μετὰ τοῦ οὐσιαστ. ἐνοπὴ) σημαίνουσιν ἀείποτε λέγω, ἀφηγοῦμαι, οἱ δὲ ἐνίπτω καὶ ἐνίσσω (μετὰ τοῦ οὐσιαστ. ἐνῑπὴ) ἀείποτε, μέμφομαι, ψέγω, ἐπιτιμῶ, ἂν καὶ ὁ Πίνδ. καὶ οἱ μεταγεν. Ἐπικοὶ μεταχειρίζονται τὸ ἐνίπτω = ἐνέπω, ἴδε ἐνίπτω: τὸ ἐνίψω φαίνεται ὅτι ἐχρησίμευεν ὡς μέλλων ἀμφοτέρων τῶν ῥημάτων, τοῦ μὲν ἐνέπω ἐν Ὀδ. Β. 137 ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω, Λ. 148 νημερτὲς ἐνίψι, τοῦ δὲ ἐνίπτω ἐν Ἰλ. Η. 447 ὅ τις ἔτ’ ἀθανάτοισι νόον καὶ μῆτιν ἐνίψει; (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἔσπον).

French (Bailly abrégé)

v. ἐννέπω.