διατρέχω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρέχω Medium diacritics: διατρέχω Low diacritics: διατρέχω Capitals: ΔΙΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: diatréchō Transliteration B: diatrechō Transliteration C: diatrecho Beta Code: diatre/xw

English (LSJ)

aor.

   A -έδρᾰμον Od.3.177, etc., also -έθρεξα Call.Lav. Pall.23, AP5.225 (Paul. Sil.):—run across or over, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Od.l.c.; τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; 5.100; ἀτρεμίζων καὶ μὴ διατρέχων Antipho3.2.5; pass through, διὰ τῆς πόλεως Sammelb.3924.26 (i A.D.).    2 metaph., run through, τὸν βίον Pl.Lg.802a; τὰ ἡδέα X.Mem.2.1.31; δ. τὸν λόγον get to the end of it, Pl.Phdr.237a.    II abs., run about, δ. εἰς ἀγρόν Ar.Pax 536, cf. Men.Epit.245; διατρέχοντες ἀστέρες Ar.Pax838; νεφέλαι διέδραμον Theoc.22.20: metaph., run through, spread, ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp.Com.1.16; δ. σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός Plu.Alex.68; θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Id.Pyrrh.13.    2 of Time, pass away, Hdn.2.6.3.    3 δ. εἰς .. come quite to... Hp.Int. 39; δ. μέχρι penetrate to... Plu.Pyrrh. 24; πρὸς τὴν οἰκονομίαν PGiss. 79ii4 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 607] (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοθέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέθρεξα Call. Lav. Pall. 23.

Greek (Liddell-Scott)

διατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι, ἀόρ. -έδρᾰμον, ὡσαύτως -έθρεξα, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 23· πρκμ. -δεδράμηκα. Τρέχω διὰμέσου ἢ ἀπέναντι, εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Ὀδ. γ.177 τὶς δ’ἄν ἑκὼν… διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; ε.100· μὴ διατρέχων Ἀντιφῶν, 121.36. 2) μεταφ., διέρχομαι δρομαίως, τὸν βίον λάτ. Νόμ. 802Α· τὰ ἡδέα Ξεν. Ἀπομν. 2.1,31· δ. τὸν λόγον, διεξέρχομαι τροχάδην, Πλάτ. Φαίδρ. 237Α.
ΙΙ. ἀπολ., περιτρέχω, τρέχω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Λατ. discurrere, Ἀριστοφ. Εἰρ. 536· διατρέχοντες ἀστέρες αὐτόθι 828· νεφέλαι διέδραμον Θεόκρ. 22.20· - μεταφ., τρέχω διὰ μέσου, ἐξαπλούμαι, ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Ἡγήσιππ. Ἀδελφ. 1.16· δ. νεωτερισμὸς Πλούτ. Ἀλεξ. 68· θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Πλούτ. Πύρρ. 13. 2) ἀπὶ χρόνου, παρέρχομαι δρομαίως Ἡρωδιαν. 2.6, κτλ. 3) δ. εἰς…, καταντῶ ἀκριβῶς εἰς…, Ἱππ. 553.21· δ. μέχρι, εἰσδύομαι εἰς…, Πλούτ. Πύρρ. 24.

French (Bailly abrégé)

f. διαδραμοῦμαι, ao.2 διέδραμον, etc.
1 courir de côté et d’autre ; fig. δ. τῆς ἐκκλησίας PLUT courir ou se répandre dans l’assemblée en parl. d’un bruit;
2 courir à travers, acc. ; δ. μέχρι PLUT pénétrer jusqu’à.
Étymologie: διά, τρέχω.