ἐπαμείβω
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
A exchange, barter, τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230; φύσεις ἐ. Orph.A.422:—Med., come one after another, come in turn to, νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339; ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται (sc. κήδεα) Archil.9.9.
German (Pape)
[Seite 898] verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰμείβω: μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· φύσεις ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., νίκη δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ νίκη δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· ἐξαῦτις δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.
French (Bailly abrégé)
échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;
Moy. ἐπαμείβομαι échoir alternativement à, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀμείβω.