εὔχαλκος

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχαλκος Medium diacritics: εὔχαλκος Low diacritics: εύχαλκος Capitals: ΕΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: eúchalkos Transliteration B: euchalkos Transliteration C: eychalkos Beta Code: eu)/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A wrought of fine brass or well-wrought in (or pointed with) brass, στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.

German (Pape)

[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.