κολλητός

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλητός Medium diacritics: κολλητός Low diacritics: κολλητός Capitals: ΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: kollētós Transliteration B: kollētos Transliteration C: kollitos Beta Code: kollhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.Hipp.1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt.279e; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.

German (Pape)

[Seite 1473] zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.

Greek (Liddell-Scott)

κολλητός: -ή, -όν, (κολλάω) συγκεκολλημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ εὐποίητος, εὔπηκτος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, εἶναιὑποστήριγμα κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ (ἴσως) ὑποστήριγμα συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. κόλλησις.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
bien ajusté.
Étymologie: *κολλέω, de *κολλός, v. κολλήεις.
2ή, όν :
collé, soudé.
Étymologie: adj. verb. de κολλάω.