πετραῖος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετραῖος Medium diacritics: πετραῖος Low diacritics: πετραίος Capitals: ΠΕΤΡΑΙΟΣ
Transliteration A: petraîos Transliteration B: petraios Transliteration C: petraios Beta Code: petrai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of a rock, σκιή Hes.Op.589 ; living on or among the rocks, Σκύλλη Od.12.231 ; ὄρνις A.Fr.304.3 ; Νύμφαι π. rock-Nymphs, E.El.805 ; ἠχώ Com.Adesp.669 ; τὰ π. τῶν ἰχθυδίων rock-fish, Theopomp.Com.62.3, cf. Sotad.Com.1.22 ; πετραῖα, as a class of marine animals, opp. πελάγια, αἰγιαλώδη, Arist.HA488b7, cf. 598a11 ; growing on or among rocks, συκῆ Archil.19.    2 rocky, ἀγκάλη A.Pr. 1019; τάφος π. S.El.151 (lyr.); π. δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα, etc., Id.Aj. 697 (lyr.), E.HF120(lyr.), Cyc.382 (s.v.l.), IA1082 (lyr.), etc.; χωρία Arist.HA570b26.    II Πετραῖος, epith. of Poseidon in Thessaly, as he who clave the rocks of Tempe, and drained Thessaly, Pi.P.4.138.

German (Pape)

[Seite 605] felsig, steinig, vom Felsen, an den Felsen wachsend, lebend; Σκύλλη, Od. 12, 231; σκιή, Schatten, den Felsen geben, Hes. O. 591; bei Pind. P. 4, 138 Beiname des Poseidon; χιών, Aesch. frg. 299; πετραία δ' ἀγκάλη σε βαστάσει, Prom. 1021; Σκῦρος, Soph. Phil. 457; τάφος, das Felsengrab, von der in Fels verwandelten Niobe, El. 148; λίθ ος, Eur. Cycl. 400; χθών, 381; Νύμφαι, El. 805; ἄντρα, I. A. 1082; συκῆ, Archil. 575; τὰ πετραῖα τῶν ἰχθυδίων, Theop. Com. bei Ath. XIV, 649, in der Nähe der Felsen lebende Fische.

Greek (Liddell-Scott)

πετραῖος: -α, -ον, ὁ τοῦ βράχου, ὁ εἰς βράχον ἀνήκων, σκιὴ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 587· Σκύλλη πετραίη, ἡ προσπεφυκυῖα ταῖς πέτραις, Ὀδ. Μ. 231· ὄρνις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 3· Νύμφαι π., Νύμφαι τῶν βράχων, Εὐρ. Ἠλ. 805· π. τῶν ἰχθυδίων, τὰ πετρόψαρα, Λατ. saxatiles pisces, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Φινεῖ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke·ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ τὰ θαλάσσια ζῷα εἰς πελάγια, αἰγιαλώδη καὶ πετραῖα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31, πρβλ. 8. 13, 4, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐκ βράχου, βραχώδης, ἀγκάλη (ἴδε ἐν λ.)· τάφος π. Σοφ. Ἠλ. 151· π. δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα, κτλ., Τραγ.· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 8. ΙΙ. Πετραῖος, ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Θεσσαλίᾳ ὡς διασχίσαντος τοὺς βράχους τῶν Τεμπῶν καὶ ξηράναντος τὴν Θεσσαλίαν, Πινδ. Π. 4. 245.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. de rocher :
1 produit par un rocher (ombre);
2 fait d’un rocher (antre, grotte);
II. qui vit au milieu des rochers.
Étymologie: πέτρα.

English (Autenrieth)

of a rock, inhabiting a rock, Od. 12.231†.