περιφεύγω

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφεύγω Medium diacritics: περιφεύγω Low diacritics: περιφεύγω Capitals: ΠΕΡΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: peripheúgō Transliteration B: peripheugō Transliteration C: perifeygo Beta Code: perifeu/gw

English (LSJ)

   A flee from, escape, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Il.12.322; ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν the sand escapes thy numbering, Pi.O.2.98; π. τὴν φθοράν Pl.Lg.677b; ῥαθυμίας Men.Mon.467; ἔφοδον, πῦρ π., Plu.2.171e.    2 abs., escape from illness, come out of it alive, D.54.1, 28; π. ἐκ [κυναγχέων] v.l. in Hp.Prog.23, cf. Arist.HA604a10.    3 avoid especially, ὅπως μὴ . . ἔσται Hp.Fract.48.

German (Pape)

[Seite 599] (s. φεύγω), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., ψάμμος ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, ἐκφεύγω, διαφεύγω, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, ἀποφεύγω, περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει ὅκως μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, ὥστε μήτε τοὺς οἰκείους, μήτε τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.

French (Bailly abrégé)

parvenir à fuir, à échapper à, acc..
Étymologie: περί, φεύγω.