πόρσω

From LSJ
Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρσω Medium diacritics: πόρσω Low diacritics: πόρσω Capitals: ΠΟΡΣΩ
Transliteration A: pórsō Transliteration B: porsō Transliteration C: porso Beta Code: po/rsw

English (LSJ)

πορσώτατα,

   A v. πρόσω.

German (Pape)

[Seite 685] adv., = πόῤῥω; Pind. τὸ πόρσω, Gl. 3, 44; compar., πάπταινε πόρσιον, 1, 114; ὡς πόρσιστα, N. 9, 29; doch hat er auch die Form πρόσω (s. unten); ἐπίβαινε πόρσω, Soph. O. C. 175, vgl. 226; auch übertr., μὴ πόρσω φωνεῖν, El. 206; einzeln bei den folgdn Dichtern. Die Gramm. erkl. die Form für äol., eben so wie die compar. πορσωτέρω, πορσωτάτω.

Greek (Liddell-Scott)

πόρσω: ἴδε πρόσω.

French (Bailly abrégé)

v. πόρρω.

English (Slater)

πόρσω, πρόσω (comp. πόρσιον: superl. πόρσιστα: cf. πρόσωθεν.)
   a
   I beyond, further οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.20) c. art., τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.44) αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω (P. 3.22)
   II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) (O. 10.55) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω (P. 3.111)
   b πόρσιον, further, too far μηκέτι πάπταινε πόρσιον (O. 1.114)
   c πόρσιστα: πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible (N. 9.29)