ἅπας
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἅπᾱσα (also ἅπανσα SIG56.25 (Argos, v B.C.)), ἅπαν (ἅ- =
A sṃ-, cf. εἷς), strengthd. for πᾶς, quite all, the whole, and in pl.all together, freq. from Hom. downwds.; ἅπασι in all things, Hdt.1.1; τοῖσι ἅπασι 91; ἐν ἅπασι Hp.Coac.156; ἐφ' ἅπασι Ph.2.365. 2 with Adj., ἀργύρεος δὲ ἔστιν ἅ. all silver, i.e. of massive silver, Od.4.616, 15.116; ἅ. δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35; μικκός γα μᾶκος . . ἀλλ' ἅπαν κακόν Ar.Ach.909, cf. Theoc.15.19,148; ἡ ἐναντία ἅπασα ὁδός the exactly contrary way, Pl.Prt.317b. 3 with abstract Subst., all possible, absolute, ἅπασ' ἀνάγκη Ar.Th.171; σπουδή D.H.6.23; ἀτοπία Plb.39.1.7; εἰς ἅπαν ἀφικέσθαι ἀνοίας Paus. 7.15.8. 4 sts. c. Art., Hdt.3.64,al., A.Pr.483, Th.2.13. II after Hom. in sg., every one, neut. everything, Pl.Phd.108b; οὐ πρὸς [τοῦ] ἅπαντος ἀνδρός not in the power of every man, Hdt.7.153; οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν S.Ant.312; ἐξἅπαντος εὖ λέγει in any cause whatever, Id.OC807; σῖγα νῦν ἅπας ἔχε σίγαν Cratin.144; ἅπαν γένοιτ' ἂν ἤδη nihil non .., Ar.Th.528: with Subst., ἅπαντι λόγῳ in every matter, Cratin.231; τὸ ἅπαν, as Adv., altogether, Pl.Phdr.241b; καθ' ἅπαν as a whole, Ti.Locr.96d; ἐς ἅπαν Th.5.103; εἰς ἅπαν at all, Lib.Or.18.266; πρὸς ἅπαν Ph.2.493; ἐξ ἅπαντος Luc.Merc.Cond.41. [ᾰπᾰν Od.24.185, etc., Pi.P.2.49; but ᾰπᾱν Men.129, Metrod.57, Theoc.2.56, and Att. acc. to Hdn.Gr.2.12; ᾰπᾰν in anap., Ar.Pl.493: the use of ἅπας for πᾶς is chiefly for the sake of euphony after consonants.]
Greek (Liddell-Scott)
ἅπας: ἅπασα, ἅπαν (ἅμα, πᾶς) ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ πᾶς, ὅλος ὁμοῦ, ὁλόκληρος, καὶ κατὰ πληθ., πάντες ὁμοῦ, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ἐν ἅπασι, εἰς ἅπαντα, Βαλκν. ἐν Εὐρ. Φοιν. 622· ἅπασι, εἰς ὅλα τὰ πράγματα, Ἡρόδ. 1. 1., πρβλ. 91. 2) μετ’ ἐπιθέτου, ἀργύρεος δὲ ἔστιν ἅπας, ὅλος ἀργυροῦς, ὅ ἐ. ἐκ πραγματικοῦ ὄγκου ἀργύρου, Ὀδ. Δ. 616., Ο. 116· ἅπας δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ Αἰσχύλ. Πρ. 35· μικκός γα μᾶκος.., ἀλλ’ ἅπαν κακὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· πρβλ. Θεόκρ. 15. 19, 148· ἡ ἐναντία ἅπασα ὁδός, ἡ ἀκριβῶς, ἡ ὅλως ἐναντία, Πλάτ. Πρωτ. 317Β. 3) μετ’ ἀφηρημ. οὐσιατ., ἀπόλυτος, ὁλοσχερής, ἅπασ’ ἀνάγκη Ἀριστοφ. Θεσμ. 17· σπουδὴ Διον. Ἁλ. 6. 23· ἀτοπία Πολύβ. 40. 6, 7· οὕτως, εἰς ἅπαν ἀφικέσθαι ἀνοίας Παυσ. 7. 15, 8. 4) ἐνίοτε λαμβάνει τὸ ἄρθρον, Ἡρόδ. 64 καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 483, Θουκ. 2. 13. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ. τὸ ἑνικὸν ἦτο ἐν ἐν χρήσει, ὡς τὸ πᾶς ἐπὶ τῆς ἐννοιας πᾶς τις, Λατ. unusquisque, καὶ τὸ οὺδέτερον ὡς τὸ πᾶν, πᾶν πρᾶγμα, unumquodque, Heind. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 108Β· οὕτως, οὐ πρὸς τοῦ ἅπαντος ἀνδρός, δὲν εἶναι παντὸς ἀνθρώπου, Ἡρόδ. 7. 153· οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Σοφ. Ἀντ. 312· ἐξ ἅπαντος εὖ λέγει, ἐν πάσῃ περιστάσει, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 807, πρβλ. 761· σιγάν νυν ἅπας ἔχε σιγὰν Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 15· ἅπαν γένοιτ’ ἂν ἤδη, nihil non.., Ἀριστοφ. Θεσμ. 528· οὕτω καὶ μετ’ οὐσιαστ., ἅπαντι λόγῳ, εἰς πᾶσαν ὁμιλίαν, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 11· τὸ ἅπαν ὡς ἐπίρρ., παντελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β· καθ’ ἅπαν Τίμ. Λοκρ. 96D (ἴδε ἐν λ. ἅμα, ἅπαξ): [ᾰπᾰν Ὅμ., ἀλλ’ ᾰπᾱν Πίνδ. καὶ Ἀττ., Δράκων 24. 29, 85, Α. Β. 416· ἀλλ’ -ᾰν Ἀριστοφ. Πλ. 493].
French (Bailly abrégé)
ασα, αν ; gén. ἅπαντος, άσης, αντος;
I. au sg.
1 tout à la fois, tout entier : ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο IL et à l’intérieur, la cervelle toute entière était broyée ; ἅπας λεώς SOPH tout le peuple ; εἰς ἅπαντα χρόνον ESCHL pour l’éternité ; ἅπασ’ ἀνάγκη AR il y a toute nécessité, nécessité absolue ; ἀργύρεος ἅπας OD tout en argent, d’argent massif ; précédé de l’art. ὁ ἅπας περίβολος THC le circuit (du Pirée) tout entier;
2 tout un chacun, chacun ; ὁ ἅπας ἀνήρ HDT ou simpl. ἅπας PLAT tout homme, chaque homme, chacun;
II. au plur. ἅπαντες, ἅπασαι, ἅπαντα tous ensemble, tous sans exception;
III. adv. au sg. et au plur. • ἐξ ἅπαντος LUC ou simpl. • ἅπασι HDT absolument, de toute manière.
Étymologie: ἀ- cop., πᾶς.