δώδεκα
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
A v. δυώδεκα.
German (Pape)
[Seite 693] οἱ, αἱ, τά, indecl., zwölf; Homerische Formen: δώδεκα, Iliad. 11, 25 Odyss. 2, 353; δυώδεκα, Iliad. 18, 230 Odyss. 9, 159; δυοκαίδεκα, Iliad. 6, 93 Odyss. 9, 195, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 557.
Greek (Liddell-Scott)
δώδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δυώδεκα.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
douze.
Étymologie: δύο, δέκα.
English (Autenrieth)
twelve; with πάντες, πᾶσαι, ‘twelve in all’; δωδέκατος, twelfth.
English (Slater)
δώδεκα
1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds ) (P. 5.33) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.