ἀλκυών
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
όνος, ἡ, mythical bird, identified with the
A kingfisher, Alcedo ispida, Il.9.563, Alcm. 26, Simon. 12, Ar.Av.251, Arist.HA542b4, Theoc.7.57. (Freq. written ἁλ- by false etymology from ἅλς, κυέω: ἁλκυδών Hdn. Gr.2.285.)
German (Pape)
[Seite 100] όνος, ἡ, att. ἁλκ., der Meereisvogel, alcedo hispida, Arist. H. A. 5, 8; Theocr. 7, 57. Den Mythus der Verwandlung dieses Vogels hat Apollod. 1, 7, 4; Luc. Halc. 1 (nach gew. Abl. von ἅλς u. κύω). Uebtr., Sängerin, bes. klagende, Ant. Sid. 50; Antip. Th. 32 (IX, 151. 567); sogar das Webschiff, ἱστῶν Παλλάδος ἀλκ. Ant. Sid. 26 (VI, 160).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκυών: -όνος, ἡ, θαλάσσιον ἰχθυοφάγον πτηνόν, πρῶτον ἐν Ἰλ. Ι. 563· πρβλ. Σιμων. 12, Ἀριστοφ. Ὄρν. 251, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 8, 8. (Τινὲς ἐδάσυναν τὴν λέξιν καὶ οὕτω μὲ δασεῖαν μετηνέχθη εἰς τὴν ἀγγλ. γλῶσσαν: halcyon· τοῦτο δὲ προῆλθε πιθανῶς ἐκ τῆς ἰδέας ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τοῦ ἅλς καὶ κύω (ἴδε ἀλκυονίς)· ἀλλ’ ὁ Λατ. τύπος alcedo ἐλέγχει τοῦτο ὡς ἐσφαλμένον· οὕτω καὶ Παλαιογερμ. alacra.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
att. ἁλκυών;
halcyon, oiseau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, κύειν.