μάρτυς

From LSJ
Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρτῠς Medium diacritics: μάρτυς Low diacritics: μάρτυς Capitals: ΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: mártys Transliteration B: martys Transliteration C: martys Beta Code: ma/rtus

English (LSJ)

ὁ, ἡ, Cret., Epid. μαῖτυς Leg.Gort.1.13, al., IG42(1).42, Cret. also μαίτυρς GDI4998 v ii; gen. μάρτῠρος, acc. -ῠρα Hes.Op. 371, etc., formed from μάρτυρ (q. v.), exc. acc.

   A μάρτῠν Simon. 84. 4, Men. 1034, Plu. 2.49a; dat. pl. μάρτῠσι (but μάρτυρσι prob. in Hippon. 51):—witness (not in Hom.), Hes. l.c., h.Merc.372, Thgn. 1226, etc.; ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς Pi.P.4.167, cf. A.Eu.664; ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Pi.O.1.34; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς S. Tr.1248, cf. E.Ph.491; μάρτυρα θέσθαι τινά Id.Supp.261; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Th.4.87, etc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.Rh.1375b30; μάρτυρας παρέχεσθαι produce witnesses, Pl.Grg.471e, cf. D.27.51, etc.; μάρτυρες παρίστανται X.Cyr.1.6.16; μάρτυρα παράγεσθαι, μάρτυρας ἐπάγεσθαι, Pl.Lg.836c, R.364c; δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὅπο A.Supp. 934; μαρτύρων ἐναντίον Antipho 1.28, Ar.Ec.448; ἐν μάρτυσι Pl.Smp. 175e; τί δεῖται μάρτυρος; Id.R.340a.    II martyr, Apoc.2.13, etc.    III Astrol., in aspect, μάρτυρες ἀλλήλων Man. 4.451. (Cf. μάρτυρ, μάρτυρος.)

German (Pape)

[Seite 97] υρος, ὁ, dat. plur. μάρτυσι, acc. sing. μάρτυρα, doch wird μάρτυν aus Men. bei Phot. angeführt, Sp. haben auch den nom. μάρτυρ, Zeuge, Zeuginn, Hes. O. 373; H. h. Merc. 372, μάρτυς ἔστω Ζεύς, Pind. P. 4, 167, öfter; ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας, von den Säulen des Herakles, N. 3, 22; Tragg., ὡς ἂν παρῇ μοι μάρτυς ἐν δίκῃ ποτέ, Aesch. Ch. 981; μάρτυς ἐν λόγοις, Soph. Phil. 319; πολλῶν παρόντων μαρτύρων, Trach. 351; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς, Eur. Troad. 1238; μαρτύρων ἐναντίον, Ar. Eccl. 448, vor Zeugen; sehr gew. in Prosa, τί δεῖται μάρτυρος; Plat. Rep. I, 340 a; ἐν μάρτυσι, vor Zeugen, Conv. 175 e; μάρτυρας παρέξομαι, ich werde Zeugen stellen, 215 b, u. so häufig bei den Rednern; auch τούτοις τοῖς λόγοις μάρτυρας τοὺς ποιητὰς ἐπάγονται, Plat. Rep. II, 364 c, wie μάρτυρα παραγόμενος τὴν τῶν θηρίων φύσιν, Legg. VIII, 836 c; αὐτὸν σὲ μάρτυρα ποιοῦμαι, Xen. An. 7, 7, 39 u. sonst, auch bei Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

μάρτῠς: ὁ, καὶ ἡ, γεν. μάρτῠρος, αἰτ. -ῠρα, (Ἀρχίλ. 11), κτλ., σχηματίζονται ἐκ τοῦ μάρτυρ, πλὴν τῆς αἰτ. μάρτῠν Σίμων. 84, Μένανδ. παρὰ Φωτ.· δοτ. πληθ. μάρτῠσι, ποιητ. μάρτυσσι Ἱππῶν. 42, Meineke εἰς Εὐφορ. 109· (ἴδε ἐν λ. μέριμνα): - μάρτυς (οὐχὶ παρ’ Ὁμ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 369, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Θεογν. 1226, κτλ.· ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς Πινδ. Π. 4. 297, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 664· ἁμέραι δ’ ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Πινδ. Ο. 1. 54· μάρτυρας καλῶ θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 491· μάρτυρα θέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 261· μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 87, κτλ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13· - ἀλλά, μάρτυρας παρέχεσθαι, ἦτο ἡ κοινοτάτη παρ’ Ἀττ. φράσις ἐπὶ τῆς κοινοτάτης προσαγωγῆς μαρτύρων, Πλάτ. Γοργ. 471E, Δημ. 829. 20, κτλ.· οὕτω καί, μ. παριστάναι, παράγεσθαι, ἐπάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, Πλάτ. Νόμ. 836C, Πολ. 364C· δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὕπο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 934· μαρτύρων ἐναντίον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 448, Ἀντιφῶν 114. 25· ἐν μάρτυσι Πλάτ. Συμπ. 175E, τί δεῖται μάρτυρος; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 340A· - συναπτόμενον μετ’ οὐδ. οὐσιαστικοῦ, Κάλλιπος μάρτυρα ποιεῖται... τὰ ἔπη Παυσ. 9. 29, 2. - Ἰσοδύναμοι τύποι: μάρτυρος, μάρτυρ, ἃ ἴδε. ΙΙ. ὁ μαρτυρήσας ὑπὲρ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1021A, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1060Β, Ὠριγ. ΙΙΙ, 412C, κλ. - Ἐνίοτε λέγεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ Ὁμολογητ., Ἱππόλυτ. Αἱρ. 454, 45.

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ, ἡ, τό)
témoin : μάρτυρά τινα ποιεῖσθαι THC prendre qqn à témoin ; μάρτυρας καλῶ θεούς SOPH j’en atteste les dieux ; μάρτυρι χρῆσθαί τινι ARSTT faire paraître qqn comme témoin ; μαρτύρων ἐναντίον AR par devant témoins.
Étymologie: DELG cf. skr. smarati « se souvenir ».