ἀγχόνη

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχόνη Medium diacritics: ἀγχόνη Low diacritics: αγχόνη Capitals: ΑΓΧΟΝΗ
Transliteration A: anchónē Transliteration B: anchonē Transliteration C: agchoni Beta Code: a)gxo/nh

English (LSJ)

ἡ, (ἄγχω)

   A strangling, hanging, ἀγχόνης . . τέρματα A.Eu.746; ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης deeds too bad for hanging, S.OT1374; τάδ' ἀγχόνης πέλας 'tis nigh as bad as hanging, E.Heracl.246; ταῦτ' οὐχὶ . . ἀγχόνης ἔστ' ἄξια ; Id.Ba.246; ταῦτα . . οὐκ ἀ. ; Ar.Ach.125; οἱ δ' ἀγχόνην ἥψαντο Semon.1.18: rare in Prose, ἀ. καὶ λύπη Aeschin.2.38:— in pl., ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.200, cf. ib.299, HF154; αἱ ἀ. μάλιστα τοῖς νέοις Arist.Pr.954b35.    II = μανδραγόρα, Ps.-Dsc. 4.75.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνη: ἡ, (ἄγχω) κρέμασμα, στραγγάλισμα, πνίξιμον, Τραγ. κτλ.· ἀγχόνης… τέρματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 746· ἔργα κρείσσον ἀγχόνης, ἄξια μείζονος τιμωρίας, παρὰ πολὺ κακά, δηλ. δι’ ἀγχόνην, Σοφ. Ο. Τ. 1374· τάδ’ ἀγχόνης πέλας, σχεδὸν ἐπίσης κακὰ ὅσον καὶ ἡ ἀπαγχόνισις, Εὐρ. Ἡρακλ. 246· ταῦτ’ οὐχὶ... ἀγχόνης ἐπάξια; ὁ αὐτ. Βάκχ. 246· ταῦτα.. οὐκ ἀγχόνη; Ἀριστοφ. Ἀχ. 125· σπάν. παρὰ πεζοῖς: ἀγχόνη καὶ λύπη, Αἰσχίν. 33. 18: ― ἐν τῷ πλθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν, Εὐρ. Ἑλ. 200· πρβλ. αὐτ. 299, Ἡρακλ. Μαιν. 154· αἱ ἀγχ. μάλιστα τοῖς νέοις, Ἀριστ. πρβλ. 30. 1, 26. ΙΙ. ὁ βρόχος, τὸ σχοινίον, ὃ μεταχειρίζονται πρὸς ἀπαγγχόνισιν, ἡ «θηλειά», Σιμων. Ἰαμβ. 1. 18· βρόχος ἀγχόνης ἐν Εὐρ. Ἱππ. 802.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 action d’étrangler, de pendre ; ἔργα κρείσσον’ ἀγχόνης SOPH crimes trop graves pour être expiés seulement par la strangulation ; ἀγχόνη ἂν γένοιτο τὸ πρᾶγμα αὐτοῖς LUC il y aurait eu pour eux de quoi se pendre;
2 lacet pour étrangler, pendre.
Étymologie: ἄγχω.