ἀδιάφθορος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον,
A not affected by decay, Antyll. ap. Orib.46.22.3; uncorrupted, chaste, Pl.Phdr.252d; απ' ὀρθῆς. . καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς D.18.298, cf. Men. 984, D.S.1.59, Plu.2.5e. Adv. -ρως, ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137. 2 of judges, incorruptible, Pl.Lg.768b; of witnesses, Arist.Rh.1376a17; of magistrates, Id.Pol.1286a39 (Comp.), cf. IG2.240b13. Sup. Adv. -ώτατα Pl.l.c. II imperishable, Pl.Phd.106e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάφθορος: -ον, ὁ μὴ διεφθαρμένος, καθαρός, ἁγνός, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· ἀπ’ ὀρθῆς… καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, Δημ. 325. 15, πρβλ. Μενάνδρ. Ἄδηλ. 357, Διοδ. 1. 59, Πλούτ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἐρᾶσθαι, Αἰσχίν. 19. 20. 2) ἐπὶ δικαστῶν, ἀδέκαστος, Πλάτ. Νόμ. 768Β· ἐπὶ μαρτύρων, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 15, 17· ἐπὶ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 15, 9: -ὑπερθ. ἐπίρρ. -ώτατα, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. II. ἄφθαρτος, Πλάτ. Φαίδ. 106D, E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
3 impérissable.
Étymologie: ἀ, διαφθείρω.