ἐξαναστρέφω
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
A turn upside down, μακέλλῃ Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ S. Fr.727: c. gen. loci, hurl headlong from .., δαιμόνων ἱδρύματα . . ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812.
German (Pape)
[Seite 868] von Etwas umkehren u. herabstürzen; δαιμόνων θ' ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων, sie sind von ihren Gestellen herabgestürzt, Aesch. Pers. 798; χρυσῇ μακέλλῃ Διὸς ἐξαναστραφῇ Soph. frg. 767, zu Grunde. richten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναστρέφω: μετὰ γεν. τόπου, ἀνατρέπω τι ἔκ τινος, καταρρίπτω, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812, Σοφ. Ἀποσπ. 767.
French (Bailly abrégé)
renverser de ses fondements, détruire de fond en comble : δαιμόνων ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων ESCHL les statues des dieux ont été renversées de leurs socles.
Étymologie: ἐξ, ἀναστρέφω.