ἐνθύμημα

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθῡμημα Medium diacritics: ἐνθύμημα Low diacritics: ενθύμημα Capitals: ΕΝΘΥΜΗΜΑ
Transliteration A: enthýmēma Transliteration B: enthymēma Transliteration C: enthymima Beta Code: e)nqu/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A thought, piece of reasoning, argument, S.OC292,1199, Isoc.9.10 (pl.), Aeschin.2.110.    2 meaning, sense, opp. λέξις, Olymp.in Mete.4.23.    3 in Aristotle's Logic, enthymeme, rhetorical syllogism drawn from probable premises (ἐξ εἰκότων ἢ σημείων), opp. ἀποδεικτικὸς συλλογισμός, APr.70a10, cf.Rh. 1355a6, etc.; ἐ. δεικτικά, ἐλεγκτικά, ib.1396b24.    II invention, device, X.HG4.5.4, 5.4.52, An.3.5.12, Cyn.13.13 (pl.), Men.Epit. 295.

German (Pape)

[Seite 843] τό, das Beherzigte, Erwogene, Ueberlegte, der Gedanke; τἀνθυμήματα τἀπὸ σοῦ Soph. O. C. 293; ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα 1201; ein Anschlag, Xen. An. 3, 5, 12 Hell. 4, 5, 4 u. öfter; bei Isocr. 9, 10 den ὀνόματα u. der λέξις entgeggstzt. – Bei den Rhetoren ein rhetorischer Schluß, der zum Beweise dient (σῶμα τῆς πίστεως Arist. rhet. 1, 1). Vgl. bes. Arist. rhet. 2, 22 ff. Quint. 5, 14, 24; übh. eine Sentenz, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθύμημα: τό, σκέψις, συλλογισμός, λογικὸν ἐπιχείρημα, Σοφ. Ο. Κ. 292, 1199, Ἰσοκρ. 190Ε, 191Α, Αἰσχίν. 42. 28. κτλ. 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐνθύμημα ἢ συλλογισμὸς ῥητορικός. ἤτοι συλλογισμὸς ἐξαγόμενος ἐκ προτάσεων πιθανῶν (ἐξ εἰκότων καὶ σημείων), ὅπερ ἑπομένως δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀποδεικτικόν, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 27, 2, πρβλ. Ρητ. 1.1, 11., 1. 2, 8 καὶ 20., 2, 22 κἑξ. 2. 15, 8· - μεταγεν. συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν τὸν ὅρον τοῦτον ἐν ποικίλαις σημασίαις (ἴδε Κικ. Top. 12, Κυντιλ. 5. 10 κτλ.) Ὁ συνήθης ὁρισμὸς ὅτι ἐνθύμημα εἶναι συλλογισμὸς μετὰ μιᾶς παραλειπομένης προτάσεως, εἶναι πολλῷ μεταγενέστερος. Ὅρα σαφῆ ἔκθεσιν περὶ τοῦ ζητήματος τούτου παρὰ τῷ Pacius ad Arist. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπίνοια, ἐπινόημα, Ξεν. Ἑλλην. 4. 5, 4., 5. 4, 52, Ἀνάβ. 3. 5, 12, Κυνηγ. 13, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 pensée, réflexion;
2 invention, particul. stratagème de guerre;
3 raisonnement, conseil, avertissement ; particul. enthymème, sorte de syllogisme;
4 raison, motif.
Étymologie: ἐνθυμέομαι.