βαδίζω

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Att. fut.

   A βαδιοῦμαι Ar.Th.617, Pl.495, Pl.Smp.190d, etc.; later βαδίσομαι Gal.UP12.10, and βαδιῶ Nicol.Prog.p.69F., Ael.Tact. 36.4, (δια-) Luc.Dem.Enc.1; βαδίσω D.Chr.10.8: aor. ἐβάδισα Hp.Int. 44, Pl.Erx.392b, Arr.An.7.3.3, etc.: pf.βεβάδικα Arist.Metaph.1048b31,J.Ap.2.39:—Med., imper. βαδίζου Cratin.391:—walk, ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν h.Merc.210; β. ἀρρύθμως Alex.263; opp. τρέχω, X.Cyr. 2.3.10, etc.; of horsemen, interpol. in Id.An.6.3.19; ἐπὶ κτήνους β. D.Chr.34.5; go by land, opp. πλέω, D.19.164,181; also of sailing, X. Oec.16.7; of a ship, LXXJn.1.3; march, of armies, Ael.Tact. l.c.; of certain animals, κατὰ σκέλη β., v. σκέλος I: c. acc. cogn., βάδον β. Ar.Av.42; ὁδόν Hp. l. c., X.Mem.2.1.11; ἀεὶ μίαν ἀτραπόν Arist.HA 622b25; ὁδῷ β. Luc. Tim.5; βάδιζε go! Men.Epit.159, Sam.43.    2 go about, βῆ βῆ λέγων β. Cratin.43, al.; κατὰ ζυγά in pairs, Arist.HA 544a5.    3 generally, go, proceed, Antipho 5.24; ἐπ' οἰκίας β. enter houses, D.18.132, cf. Test. ap. eund.21.121; β. ἐπίτινα ψευδοκλητείας proceed against him for... D.53.15; εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα, Arist.Pol.1293a24, 1298a15, 1299a36; β. εἰς τὰ πατρῷα enter on one's patrimony, Is.3.62; proceed (in argument), πρὸς τὰ κατηγορήματα D.18.263, cf. Arist.AP0.97a5; εἰς ἄπειρον β., of an infinite process, Metaph.1000b28; ὁμόσε τῇ φήμῃ β. Plu.Thes.10.    4 of things, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον prices were getting lower, D. 56.9; τὸ πρᾶγμα πορρωτέρω β. Id.23.203.—Very rare in Poets: [ἥλιος] β. τὸν ἐνιαύσιον κύκλον E.Ph.544.

German (Pape)

[Seite 423] fut. βαδίσω u. βαδιῶ, nur bei sp. Gramm.; bei Att. βαδιοῦμαι, z. B. Plat. Conv. 190 d; Dem. 19, 114; schreiten, gehen, wandern, H. h. Merc. 210. 320; bes. zu Fuß, Ggstz ἱππεύειν Xen. Hier. 4, 1; πεζῇ Plut. Thes. 6; von Reitern, Xen. An. 6, 1, 19; von Schiffern Oec. 16, 7; langsam, Schritt vor Schritt gehen, Ggstz τρέχω, Cyr. 2, 3, 10 u. sonst; ὁδὸν βαδ., eine Reise machen, Mem. 2, 1, 12; ὁδοὺς ὀρεινάς Plut. Artax. 24; βάδον Ar. Av. 42; das Ziel gew. mit ἐπί, z. B. ἐπὶ τοὺς βωμούς Is. 9, 7; ἐπί τινα Plut. Thes. 7; ὅποι βούλεται Dem. 1, 12. Uebertr., εἰς τὸ πολίτευμα Arist. Pol. 4. 6. sich daran machen. Auch von Sachen, τὸ πρᾶγμα ἤδη καὶ ποῤῥωτέρω βαδίζει Dem. 23, 203; αἱ τιμαὶ τοῦ σίτου ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, die Preise gingen herunter, 56, 9; – βαδιστέον Soph. El. 1502; βαδιστέα Ar. Ach. 369. – Suid. führt aus Cratin. βαδίζου = βάδιζε an.

Greek (Liddell-Scott)

βαδίζω: μέλλ. Ἀττ. βαδιοῦμαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 617, Πλ. 495, Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βαδίσομαι Γαλην., καὶ βαδιῶ (δια-) Λουκ. Δημ. ἐγκ. Ι, κτλ.: ἀόρ, ἐβάδισα Ἱππ. 556. 16, Ἀρρ., κτλ., (δια-) Θουκ. 6. 101· πρκμ. βεβάδικα Ἀριστ. μετ. τ. φυσ. 8. 6, 9· Ἰώσηπ. - Μέσ., προστακτ. βαδίζου Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 167· - πρβλ. ἀπο-βαδίζω· (βάδος, βαίνω, vado) = ὑπάγω βραδέως, περιπατῶ, Λατ. ambulare, ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν Ὁμ. Ὕ. Ἑρμ. 210· ἀντίθετ. τῷ τρέχω Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10 κτλ.· ἐπὶ ἱππέων, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 3, 19· ἐπὶ κτήνους β. Δίων Χρυσ. 2. 34· ὑπάγω διὰ ξηρᾶς, κατ' ἀντίθ. πρὸς τὸ πλέω, Δημ. 392. 6., 398. 15· - ἐπὶ τινων ζῴων, κατὰ σκέλη β., ἴδε σκέλος 1· - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. βάδον β. Ἀριστοφ. Ὄρν. 42· ὁδὸν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν Ἀρις. Ζ. Ἱ. 9. 38, 2· - ὡσαύτως, ὁδῷ β. Λουκ. Τίμ. 5. 2) περιφέρομαι, περιδιαβάζω, Κρατῖν. Διον. 5, κ. ἀλλ.· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 5. 12. 3) καθόλου, ὑπάγω, πορεύομαι, Ἀντιφῶν 132. 15· ἐπ' οἰκίας βαδ., εἰσέρχομαι εἰς οἰκίας, εἰσβαίνω, Δημ. 271. 13· β. ἐπί τινα, προβαίνω ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1251. 20· εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 9., 4. 14, 4., 4. 15, 6· β. εἰς τὰ πατρῷα, εἰσέρχομαι καὶ καταλαμβάνω τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 44. 14· προβαίνω ἐν τῇ συζητήσει, Δημ. 314. 21, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 13, 12, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, αἱ τιμαὶ ἠλαττοῦντο, Δημ. 1285. 22· τὸ πρᾶγμα περαιτέρω β. ὁ αὐτ. 688. 14. - ἡ λέξις σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀνήκει εἰς τοὺς κωμικοὺς καὶ πεζούς· ἀπαντᾷ ὅμως ἐν Εὐρ. Φοιν. 544.

French (Bailly abrégé)

f. βαδιοῦμαι, ao. ἐβάδισα, pf. βεβάδικα;
marcher :
1 marcher, aller pas à pas, aller au pas;
2 marcher en gén. ; ὁδὸν βαδίζειν XÉN suivre une route, faire un trajet ; βαδίζειν ὁδοὺς ὀρεινάς PLUT aller par des chemins montueux ; ἐπ’ οἰκίας β. DÉM entrer dans des maisons ; fig. β. ἐπί τι DÉM en venir à qch (dans une argumentation), arriver à parler de qch.
Étymologie: R. Βα, marcher ; v. βαίνω.