ἀκόλουθος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλουθος Medium diacritics: ἀκόλουθος Low diacritics: ακόλουθος Capitals: ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: akólouthos Transliteration B: akolouthos Transliteration C: akolouthos Beta Code: a)ko/louqos

English (LSJ)

ον, (ἀ- copul., κέλευθος, cf. Pl.Cra.405d)

   A following, attending on, mostly as Subst., follower, attendant, IG1.1, Ar.Av.73; ὅτοισι παῖς ἀ. ἐστιν Eup.159.3; freq.in Att. Prose, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, etc.; οἱ ἀ. camp-followers, X.Cyr.5.2.36: fem., Plu. Caes.10: metaph., Δίκα Εὐνομίας ἀ. B.14.55.    2 following after, c. gen., πλάτα . . Νηρῄδων ἀ. S.OC719 (lyr.).    3 following, consequent upon, in conformity with, c. gen., τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν Ar. Ach.438, cf. Pl.Phd.111c: mostly c. dat., Id Lg.716c, Ti.88d; ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257; ἀ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι Arist.Pol.1321b3; consistent, οὐδὲν ἀ. αὑτῷ λέγει Demetr.Eloc.153; of persons, conforming, τῇ ὑμετέρἁ βουλήσει PTeb.44.34 (ii B. C.): abs., correspondent, Lys.21.10; τἆλλα πάντα τὰ ἀ. Hyp.Eux.25; λόγους πράξεις ἀ. Epicur.Sent.25; consistent with one another, X.An. 2.4.19. Adv. -θως in accordance with, τοῖς νόμοις D.44.67; ἀ. τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. Phld.Piet.100, D.S.4.17: abs., consistently, Metrod.Fr.17, Aristid.2.28 J., Plot.4.3.20.    4 in accordance with nature, Zeno Stoic.1.55.    5 Gramm., analogical, A.D.Pron.11.21, al. Adv.-θως analogically, Id.Synt.159.6.    6 in Logic, consequent, περὶ ἀκολούθων, title of work by Chrysipp . . Stoic. 2.5, cf. 69; τοῦτο γὰρ ἀ. that follows, Phld.Ir.p.84 W.—Used once by S. l.c.; otherwise only in Com. and Prose.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλουθος: -ον, (ἀ ἀθροιστ., κέλευθος, Πλάτ. Κρατ. 405C): - ὁ ἀκολουθῶν, ὑπηρετῶν τινι, τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Λατ. pedisequus, Ἀριστοφ. Ὄρ. 73· ὅτοισι παῖς ἀκ. ἐστιν... οἱ ὁποῖοι διατηροῦσιν ὑπηρέτην μικρόν, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1.3· συχν. παρ’ Ἀττ. πεζ. Ἀντιφῶν 115, 19, Θουκ. 6. 28., 7.75, Πλάτ. Συμπ. 203C, κτλ. οἱ ἀκόλουθοι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ στράτευμα, τὰ σκευοφόρα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 36: ὡσαύτως θηλ. Πλουτ. Καῖσ. 10. 2) ἀκολουθῶν μετά τινα, μετὰ γεν., πλάτα... Νηρῄδων ἀκ., Σοφ. Ο. Κ. 719 (λυρ.). 3) ὁ ἀκολουθῶν ὡς ἐπακολούθημά τινος ἢ σύμφωνός τινι, μ. γεν. τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 438, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 111C· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. Νόμ. 716C. Τίμ. 88D· ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, Δημ. 312, 25· ἀκ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 1· - ἀπολύτ., ἀνάλογος, Λυσ. 162. 26· - σύμφωνα πρὸς ἄλληλα, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 19. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 36. - Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός..., τοῖς νόμοις, Δημ. 1100.14· πρβλ. Διόδ. 4.17· ἀπολ., συμφώνως, εἰκότως καὶ ἀκ., Ἀριστείδ. 2. 142· - ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλλως μόνον παρὰ Κωμ. καὶ Πεζ. συγγρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui suit, qui accompagne ; subst.ἀκόλουθος suivant, serviteur ; ἡ ἀκόλουθος PLUT suivante ; οἱ ἀκόλουθοι XÉN la suite d’une armée (valets, marchands, etc.);
II. qui est la suite, la conséquence de :
1 qui s’accorde avec, τινι;
2 qui se suit, qui se tient, conséquent.
Étymologie: ἀ- cop., κέλευθος.